«Αργησε να ανέβει στας Αθήνας η Ξένη. Λες και βαριότανε χορτάτη από τον τρύγο που έκανε στον Πειραιά. Αλλά στο τέλος, αφού έως εις τας 20 Αυγούστου ερήμαξε τον Πειραιά, ελούφαξε και μόλις εις το τέλος Σεπτεμβρίου άρχισε να τρυγά εις τας Αθήνας τα πρώτα πριμαρόλια του θανάτου. Εν εις τας 29 Σεπτεμβρίου εις την οδόν Λυσικράτους. Αλλο εις τας 12 Οκτωβρίου εις την οδόν Νίκης και τρία ή τέσσερα εις το Γεράνι εις τας 16 Οκτωβρίου. Ετσι πρώτα πρώτα χτυπούσε ανάρια, σκόρπια. Λες κι εδοκίμαζε τη δύναμή της. Επειτα για μερικές ημέρες άφηνε να λησμονηθεί. Ηθελε να κάμει τον κόσμο να ξεθαρρέψει, όπως το θηρίο αφήνει λάσκο το θύμα του να δοκιμάσει τη φυγή, για να το σπαράξει έπειτα σ’ ένα πήδημα με περισσότερη ευχαρίστηση. Ο κόσμος εξεθάρρευε και εγύριζε η γαλήνη στα πρόσωπα και το χαμόγελο στο στόμα. Μα αυτή έβοσκε σαν την κρυμμένη τη φωτιά, ελούφαζε σαν την τίγρη πριν χυμήσει, εσέρνουνταν κρυφοδάγκατη οχιά…». Οταν η επιδημία ασιατικής χολέρας χτύπησε την Αθήνα, το 1854, ο Εμμανουήλ Λυκούδης ήταν πέντε ετών. Ως συγγραφέας και μελετητής πλέον κατέγραψε εικόνες της το 1893 στην «Ξένη του 1854», αφήγημα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Εστία». Λόγω της επικαιρότητας, οι εκδόσεις Πατάκη επανακυκλοφορούν αυτές τις ημέρες την αφήγηση, με εισαγωγικό σημείωμα του Σπύρου Τσακνιά (και αφού η πρώτη έκδοση του 1998 θεωρείται εξαντλημένη).
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ