Η ομάδα με την οποία εργάζεται είναι έτοιμη να παρουσιάσει την καμπάνια για την προβολή της Ελλάδας το καλοκαίρι, στο πλαίσιο του σχεδιασμού του υπουργείου Τουρισμού. Η Ιωάννα Δρέττα, που συνεργάζεται το τελευταίο διάστημα με τον Στηβ Βρανάκη, chief creative officer, σ’ αυτή την προσπάθεια, μιλάει για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάτω από την ομπρέλα του brand name, ειδικά στη δύσκολη περίοδο μετά το lockdown.
«Η αλήθεια είναι ότι η φήμη της Ελλάδας δεν προσδιορίζεται επακριβώς ούτε ποσοτικοποιείται. Είναι βέβαιο, πάντως, ότι οι συνέπειες από τη διαχείριση του κορωνοϊού υπήρξαν θετικές. Ηρθαν στην επιφάνεια βασικά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν απαραιτήτως συνδεδεμένα με τη φήμη της χώρας μας. Πρώτον, το κράτος ανταποκρίθηκε στη λειτουργία του δημιουργώντας μια σχέση εμπιστοσύνης με τον πολίτη. Αυτό προφανώς και αντανακλά στο brand name. Στο παρελθόν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε – κι εδώ αναφερόμαστε στο κράτος, όχι στις κυβερνήσεις. Δεύτερον, οι πολίτες αντέδρασαν με το στοιχείο της προσωπικής ευθύνης. Με έναν τρόπο, κάτι τέτοιο αποδεικνύεται θετικό ακόμη και για τις επενδύσεις. Σε δεύτερο επίπεδο, δημιουργήθηκε μια θετική δημοσιότητα – και μάλιστα αυθόρμητη από τα σοβαρότερα Μέσα του πλανήτη -, την οποία έχουμε να ζήσουμε από την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων.
Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν. Παλεύουμε να κρατήσουμε όρθιες τις επιχειρήσεις για να μπορούν να κάνουν comeback το 2021. Είχαμε ταξιδιωτικές εισπράξεις 700 εκατ. ευρώ τους πρώτους μήνες του 2020, ενώ πέρυσι τα άμεσα έσοδα από τον τουρισμό έφτασαν τα 18 δισ. Οτιδήποτε μειώσει αυτή τη διαφορά θα είναι καλό για την οικονομία, με δεδομένο ότι η τουριστική δραστηριότητα έχει μεγάλο πολλαπλασιαστή. Τα χρήματα που έρχονται απέξω κινούνται γρήγορα και είναι σαν να αυξάνουν το ΑΕΠ επί δύο.
Το να χτίζεις το brand name είναι ένα άυλο κεφάλαιο. Και ας μη γελιόμαστε: δεν πρόκειται να αποδώσει φέτος, αλλά σε βάθος χρόνου. Σ’ αυτόν τον άξονα, άλλωστε, έχουμε δομήσει την καμπάνια μας. Σε επίπεδο brand, λοιπόν, το ελληνικό καλοκαίρι έχει χαρακτηριστικά που έλειπαν στην περίοδο του lockdown. Αυτά που νιώθουμε εμείς για το καλοκαίρι – η γαλήνη, για παράδειγμα, κάτι το απελευθερωτικό ή το “παιδικό” – είναι αυτό που νιώθουν και οι ξένοι για να έρθουν. Τέτοιες έννοιες δεν θα έπρεπε να λείπουν από το μήνυμα που εκπέμπουμε, χωρίς να ξεχνάμε ότι η “κοινωνική απόσταση” και τα υγιειονομικά μέτρα θα είναι δεδομένα.
Αν το εξειδικεύσουμε σε επίπεδο τουριστικού brand, ο άνθρωπος παραμένει η Νο 1 αξία της φήμης μας. Είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα που μας διαφοροποιεί από τους ανταγωνιστές μας: η σχέση που δημιουργούν οι Ελληνες με τον επισκέπτη. Προσωπικά θα έλεγα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι οι ίδιοι για τους οποίους λέμε ότι επέδειξαν προσωπική ευθύνη στη διάρκεια του κορωνοϊού».