Η ελληνική διπλωματία επιδιώκει τον καθορισμό ΑΟΖ ασκώντας, όπως αναφέρεται στο ρεπορτάζ που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ», τη σχετική πίεση στη Ρώμη και το Κάιρο. Είναι μια επιλογή αυτή που υπαγορεύει η τουρκική δραστηριότητα στη Μεσόγειο και ειδικότερα το μνημόνιο που συνυπέγραψε η Αγκυρα με την Τρίπολη.
Το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν αναγνωρίζεται από τον διεθνή παράγοντα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν μπορεί να δημιουργηθούν τετελεσμένα. Οπως είναι γνωστό, εξάλλου, η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου επαφίεται στην καλή θέληση των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς δεν υπάρχει μηχανισμός επιβολής του δικαίου ή τιμωρίας σε περίπτωση απείθειας.
Από αυτήν την άποψη, ο στόχος της ελληνικής διπλωματίας είναι ο ενδεδειγμένος. Απαιτούνται ωστόσο προσεκτικά βήματα και μελετημένες κινήσεις όχι μόνο για να επιτευχθεί ο στόχος αλλά και για να μην προστεθούν νέα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα. Οχι μόνο η επίτευξη αλλά και η διαδρομή ως τον στόχο απαιτούν, πέρα από αποφασιστικότητα, ξεκάθαρο σχέδιο και διπλωματική δεινότητα. Διαφορετικά, οι κίνδυνοι θα αυξάνονται αντί να μειώνονται.
Είναι εξάλλου το γεωπολιτικό περιβάλλον που επιβάλλει μια τέτοια εγρήγορση. Η τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή είναι προϊόν των αδιεξόδων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η τουρκική κυβέρνηση στο εσωτερικό της χώρας. Και επειδή τα εσωτερικά αδιέξοδα είναι αδύνατον να αρθούν, είναι βέβαιο πως θα πυκνώνουν οι προκλήσεις εκτός συνόρων. Είναι ένας παράγοντας αυτός που δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη σε αυτήν την ταραγμένη περίοδο που διανύουμε.