Η αναβάθμιση είναι μια ωραία λέξη. Και η αναβάθμιση του σχολείου δεν θα μπορούσε καταρχήν να βρει κανέναν αντίθετο. Αρκεί να μη χρησιμοποιείται από την εκάστοτε κυβέρνηση για κομματικούς σκοπούς. Και να μην προκαλεί κάθε τόσο αναστάτωση σε μαθητές και γονείς.
Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που ψηφίστηκε χθες αποκαθιστά κάποια θύματα των εμμονών της προηγούμενης κυβέρνησης, όπως είναι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και ο θεσμός των Προτύπων – Πειραματικών Σχολείων. Εισάγει ορισμένες ενδιαφέρουσες καινοτομίες, όπως είναι η εκμάθηση των αγγλικών από το νηπιαγωγείο, και επαναφέρει αμφιλεγόμενα μέτρα όπως η αναγραφή της διαγωγής στα απολυτήρια. Πραγματοποιεί μια τομή – την οποία δεν θα πρέπει όμως να ακολουθήσει μια νέα «τομή» από την επόμενη κυβέρνηση. Γιατί αν «ό,τι δεν μπορεί να αλλάζει παραλύει», όπως είπε χθες ο Πρωθυπουργός στη Βουλή, από την άλλη πλευρά ό,τι αλλάζει διαρκώς αυτοκαταργείται.
Και αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο για έναν τομέα τόσο ευαίσθητο όσο η παιδεία, όπου δεν χωράει ούτε κομματισμός ούτε συνδικαλισμός. Η πανδημία αποτέλεσε ένα δύσκολο τεστ για διδάσκοντες και διδασκομένους. Εκλεισε για μεγάλο διάστημα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Εκτόξευσε στην πρώτη γραμμή την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, που συμπληρώνει χωρίς να αναπληρώνει. Ανέβαλε την εισαγωγή του νομοσχεδίου στη Βουλή και δυσκόλεψε τον διάλογο και τη δημόσια διαβούλευση.
Ας γίνει λοιπόν τώρα μια παύση στις αντεγκλήσεις. Και ας δώσουν κόμματα και φορείς την ευκαιρία στις μεταρρυθμίσεις να προχωρήσουν. Γιατί οι προσδοκίες της κοινωνίας είναι υψηλές, άλλες καθυστερήσεις δεν επιτρέπονται.