«Το πρωί που η τελευταία κόρη των Λίσμπον πήρε σειρά στις αυτοκτονίες – τη φορά αυτή ήταν η Μέρυ, με υπνωτικά χάπια, όπως και η Τερέζ – οι δύο διασώστες έφτασαν στο σπίτι γνωρίζοντας ακριβώς πού βρισκόταν το συρτάρι με τα μαχαίρια, ο φούρνος του γκαζιού και το δοκάρι στο υπόγειο, απ’ όπου μπορούσε να κρεμάσει κανείς ένα σκοινί. Βγήκαν από το ασθενοφόρο των Πρώτων Βοηθειών, ως συνήθως αργοκίνητοι κατά τη γνώμη μας, και ο ένας, ο χοντρός, είπε ανάμεσα στα δόντια του: “Εδώ δεν είναι τηλεόραση, παίδες, εδώ είναι το πόσο γρήγορα μπορούμε να κάνουμε”. Κουβαλούσε τον βαρύ αναπνευστήρα και το μηχάνημα για την ανάταξη της καρδιάς, διασχίζοντας τους θάμνους που είχαν υπεραναπτυχθεί και τις εκρήξεις του γρασιδιού, πειθαρχημένου και αψεγάδιαστου δεκατρείς μήνες πριν, όταν άρχισε το κακό».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ