Ητανε Πέμπτη απόγευμα, τέλος του Νοέμβρη του 2004. Μπήκα στην γκαλερί κι εστίασα τα μάτια, παρατηρώντας μια μια τις φωτογραφίες της έκθεσης. Ενιωσα έναν κόμπο ιδρώτα να διασχίζει το στήθος μου, έναν κόμπο αναστατωμένου κρύου ιδρώτα. Επεσα πάνω της. Εκανα δυο τρία βήματα και στάθηκα μπροστά στη φωτογραφία χωρίς να σκέφτομαι. Μόνο κοίταζα, κοίταζα τα πρόσωπα, μια της γυναίκας, μια του κοριτσιού που κρατούσε στην αγκαλιά της. Ναι, είχε δίκαιο η γκαλερίστα όταν μου τηλεφώνησε «…σε μια από τις φωτογραφίες φαίνεται να είναι η μητέρα σου και συ… ». Η γυναίκα ήταν η μάνα μου και το κοριτσάκι στην αγκαλιά της ήμουνα εγώ, σε ηλικία ενός ή ενάμισι χρονών. Τα μάτια της μάνας μου μελαγχολικά, χαμηλωμένα σαν από κάποια ενοχή, όχι για κάτι που έκανε η ίδια, μα για κάτι που της έκαναν. Εκείνη τη χρονιά είχε φύγει ο πατέρας από το σπίτι να πάει στη δουλειά και δεν γύρισε πίσω ποτέ. Η εγκατάλειψη, η μοναξιά, η κοινωνία του μικρού χωριού, ένα μωρό στην αγκαλιά και έγκυος, την έκαναν να έχει τα μάτια της συνέχεια χαμηλωμένα. Ξεκόλλησα τα μάτια μου από πάνω τους, τα ‘κλεισα, κρατώντας την υγρασία μέσα τους, δεν ήθελα ν’ αφήσω τα δάκρια να θολώσουν την εικόνα, κι ένιωσα το στήθος μου να πάλλεται. Κάθισα στο πρώτο κάθισμα που άγγιξαν τα χέρια μου κι έγειρα το κεφάλι μου στην πλάτη του.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ