Το βασικότερο ίσως επιχείρημα, το οποίο για χρόνια προέβαλλε το Βρετανικό Μουσείο, προκειμένου να μην επιστρέψει τα Γλυπτά του Παρθενώνα – μετά το 1982, όταν η Μελίνα έθεσε το θέμα στη διάσκεψη των υπουργών της UNESCO -, ήταν ότι η Ελλάδα δεν διέθετε σύγχρονο μουσείο, στο οποίο θα μπορούσαν να στεγαστούν τα αριστουργήματα του Φειδία. Από τον Σεπτέμβριο του 2003, που ξεκίνησε το έργο της ανοικοδόμησης του Μουσείου Ακρόπολης, η Ελλάδα συστηματικά και οργανωμένα απαιτεί την επιστροφή των Γλυπτών, τα οποία εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς αποτελούν προϊόντα κλοπής. Η ελληνική κυβέρνηση – και καμία ελληνική κυβέρνηση – δεν πρόκειται να πάψει τη διεκδίκηση των κλαπέντων Γλυπτών, τα οποία παρά πάσα ηθική αρχή επιμένει να κρατά παρανόμως το Βρετανικό Μουσείο. Η βρετανική κυβέρνηση, η οποία νίπτει τας χείρας της, βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη βρετανική κοινή γνώμη, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας υποστηρίζει την επιστροφή των Γλυπτών στον γενέθλιο τόπο τους. Είναι λυπηρό ότι ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα μουσεία του κόσμου εξακολουθεί να διέπεται από ξεπερασμένες αποικιοκρατικές αντιλήψεις του 1880 και να αρνείται βασικές αξίες της σύγχρονης επιστημονικής δεοντολογίας. Ας μην ξεχνάμε ότι δεν ήταν μόνον ο Ελγιν που κακοποίησε τα Γλυπτά, είναι και το ίδιο το μουσείο, που χρησιμοποίησε ανοίκειες και αντιεπιστημονικές μεθόδους στη συντήρησή τους. Είναι ώρα το Βρετανικό Μουσείο να κάνει αυτό που επιβάλλει το ηθικό δίκαιο, το ίδιο το μνημείο, αλλά απαιτεί όλο και πιο πιεστικά και η παγκόσμια κοινή γνώμη.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ