Μια απομαγνητοφωνημένη συνομιλία ενός υπουργού με έναν επιχειρηματία, πολύ περισσότερο με έναν υπουργό με κορυφαία θέση στο κυβερνητικό σύστημα, δεν ιντριγκάρει μόνον τον ελληνικό μικρόκοσμο ούτε αποτελεί ζήτημα μικροπολιτικής, όπως διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Θα αποτελούσε μείζον θέμα σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης ή δημοσιοποίησης του υλικού. Νομικά αυτό μπορεί να έχει τη σημασία του, αλλά πολιτικά δεν έχει καμία σημασία. Αφήνει βαθύ αποτύπωμα και μπορεί να είναι εξόχως αποκαλυπτικό για τις σκέψεις και τις επιδιώξεις του υπουργού. Ενας υπουργός που εκτίθεται κατά τις ιδιωτικές συζητήσεις του με τον τρόπο που εξετέθη ο Νίκος Παππάς, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να σταθεί πουθενά στον κόσμο ως πολιτικό πρόσωπο.
Η ιστορία θα μπορούσε να είναι διδακτική και για τους παροικούντες στην Κουμουνδούρου, αν βέβαια είχαν τη διάθεση να διδαχθούν. Γιατί υπάρχουν πολλά προηγούμενα με φίλους στενούς και καρδιακούς που βρέθηκαν στην καρδιά της εξουσίας, ισχυρά πρόσωπα στην «αυλή» του αρχηγού, και εξελίχθηκαν σε πολιτικά βαρίδια. Ο Φρανσουά Μιτεράν, για παράδειγμα, αλλά και μια σειρά αμερικανών προέδρων είχαν κληθεί να απολογηθούν για τους «κολλητούς» τους που εκμεταλλεύθηκαν την εξουσιαστική αναρρίχηση, δίπλα τους. Η παρέα του Αλέξη Τσίπρα έχει πάψει από καιρό να λογίζεται ως παρέα φοιτητών με όραμα και αντιστασιακή λογική που συνάδει με τις νεανικές ανησυχίες. Πλέον είναι πολιτικά πρόσωπα με κυβερνητικό παρελθόν και φιλοδοξίες για επανάκτηση της χαμένης εξουσίας. Δεν κρίνονται ως παρέα σε ταβέρνες και αμφιθέατρα, αλλά ως μία εξουσιαστική ομάδα.
Στην περίπτωση των συζητήσεων Παππά – Μιωνή, όπως αναγνωρίζουν και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, τρεις εκδοχές υπάρχουν. Και αυτές δεν μεταβάλλονται, ανεξάρτητα από το πλήθος των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών. Η πρώτη συνδέεται με τη χαλαρότητα και επιπολαιότητα με την οποία συζητά, πιθανότατα με ένα ποτό στο χέρι σε ένα λόμπι ξενοδοχείου, ένας υπουργός με έναν επιχειρηματία, ο οποίος προφανώς δεν είναι κολλητός του. Η αίσθηση της απόλυτης εξουσίας που απολάμβανε είναι έντονη σε κάθε λέξη και φράση. Το ύφος και μόνον της συζήτησης εκθέτει τον Παππά, χωρίς να χρειάζονται περισσότερα στοιχεία για να βρεθεί στην πολιτική πρέσα. Και πέραν αυτών, τίποτε το αριστερό δεν υπάρχει στον λόγο του – κι αυτό είναι παράμετρος που απογοητευμένοι «σύντροφοι» την έχουν καταγράψει.
Η δεύτερη εκδοχή έχει να κάνει με την ουσία των λεχθέντων. Ο υπουργός εμφανίζεται να μηχανορραφεί με τον επιχειρηματία, ή τουλάχιστον να τον παρακινεί, προκειμένου να πλήξει πολιτικούς αντιπάλους. Για το «μαγαζί» και τα «πολλά λεφτά», ακόμη κι αν είναι λόγια του αέρα, απαιτούνται εξηγήσεις. Αν όλα αυτά λέγονται για ένα αποτέλεσμα που θα μπορεί ο υπουργός να «πουλήσει» στον αρχηγό ως προσωπικό επίτευγμα, ο υπουργός πάλι είναι πολλαπλά εκτεθειμένος.
Στην τρίτη εκδοχή, υπήρχε πίσω από τις επίμαχες συνομιλίες ένας γενικότερος σχεδιασμός που ο υπουργός ανέλαβε να υλοποιήσει. Η πολιτική διάσταση είναι προφανώς μεγαλύτερη και οι εξηγήσεις δεν αφορούν μόνον τον υπουργό. Για να αποκτήσουν οι ιδιότητες ονόματα, στην τρίτη περίπτωση, πέραν των εξηγήσεων Παππά, η οπτική είναι διαφορετική για όλα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος καλείται πλέον να δώσει εξηγήσεις για ζητήματα που ξεπερνούν τη δράση των «κολλητών». Και στις τρεις περιπτώσεις, ωστόσο, η πολιτική υπογραφή του Νίκου Παππά τίθεται υπό αμφισβήτηση – και μια θεατρική ανάληψη της πολιτικής ευθύνης δεν διασώζει τον ακάλυπτο υπουργό.