Λες και ήταν χθες. Ετσι ανεξίτηλα θυμάμαι τον μεγαλύτερο εφιάλτη για τη χώρα και τις ζωές όλων μας, την ημέρα ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τη νύχτα της 26ης προς 27 Ιουνίου 2015. Δεν ήμασταν ανυποψίαστοι για αυτή την πιθανότητα. Αλλά, θυμάμαι, όταν χτύπησε το τηλέφωνο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, για να μου μεταφερθεί η είδηση, πάγωσα. Η ζοφερή πιθανότητα η χώρα να βγει από τις ράγες ήταν πια μπροστά μας. Δυο πράγματα συζητούσαμε: Πώς θα αντιμετωπιζόταν το πιθανό ανθρωπιστικό πρόβλημα, μια περίοδος χωρίς επάρκεια τροφίμων και, κυρίως, φαρμάκων. Και πώς μπορούσε μια ανθρωπιστική καταστροφή σε συνθήκες πολιτικής πόλωσης και οιονεί εμφυλίου να μην επιφέρει και έναν πραγματικό εμφύλιο.

Λίγη ώρα αργότερα, μετά τα μεσάνυχτα, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας βγήκε στην τηλεόραση. Οι ευρωπαίοι εταίροι, είπε, «κατέληξαν σε μια πρόταση-τελεσίγραφο προς την ελληνική δημοκρατία και τον ελληνικό λαό», υπαινίχθηκε ότι τη συμφωνία που προσέφεραν δεν μπορούσε να τη δεχτεί και ανήγγειλε δημοψήφισμα.

Κάτι θα γινόταν, ως οπαδοί του ρεαλισμού δεν περιμέναμε μια αυτοκτονική πολιτική χειρονομία αλλά ένα συμβιβασμό. Εμεναν μόνο τέσσερις μέρες για να λήξει το πρόγραμμα μέσω του οποίου η Ελλάδα είχε πρόσβαση σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση – έπρεπε να πληρωθεί και μια δοση στο ΔΝΤ αλλά λεφτά δεν υπήρχαν, οπότε παραμόνευε η χρεοκοπία. Η ανασφάλεια ήδη κυριαρχούσε. Οσοι μπορούσαν είχαν αποσύρει τα χρήματά τους από τις τράπεζες.

Ματαίως περιμέναμε. Σε μια περίοδο με κλειστούς ορίζοντες για τη χώρα, οι Ελληνες καλούνταν να πάρουν αποφάσεις. Να ψηφίσουν ναι ή όχι σε έγγραφα των εταίρων και δανειστών που επιγράφονταν «Reforms κ.λπ.» και Preliminary Debt sustainability analysis αλλά, κυρίως, το δυσοίωνο μέλλον μιας προηγμένης, δυτικής χώρας. Ο αγγλομαθής Τσίπρας μας έβαλε ένα κουίζ στα ξένα που μιλά άπταιστα ο ίδιος. Και ο πανίσχυρος κομματικός φίλος του, ο Νίκος Παππάς, έδινε τη γραμμή: «Ο λαός μας θα ψηφίσει “Οχι” και η νέα συμφωνία δεν θα είναι Μνημόνιο».

Οι πολίτες δεν συμμερίστηκαν το άνετο στυλάκι του Παππά. Με το που ανακοινώθηκε το δημοψήφισμα, όλοι έσπευσαν στα ΑΤΜ. Να προλάβουν να πάρουν όσα μετρητά μπορούσαν. Να μη μείνουν από ρευστό τις δύσκολες μέρες που θα ακολουθούσαν. Αν άνοιγαν οι τράπεζες τη Δευτέρα, οι πελάτες τους θα έπαιρναν και τα πόμολα. Γι’ αυτό η κυβέρνηση, αφού πρώτα έριξε την ευθύνη στους Ευρωπαίους, επέβαλε capital controls. Στο Eurogroup εκείνης της ημέρας, του Γιάνη Βαρουφάκη παρόντος, άρχισε να συζητιέται το plan B, η ελληνική χρεοκοπία – και η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, ίσως και από την ΕΕ.

Πολλά από τα τραύματα εκείνης της περιπέτειας, που μετά τη νίκη του Οχι και την εξαναγκαστική κωλοτούμπα Τσίπρα κατέληξε στο οδυνηρό τρίτο Μνημόνιο, είναι και σήμερα ανεπούλωτα. Η κρίση εκείνη θα μπορούσε να αποφευχθεί αν οι τότε κυβερνώντες είχαν συναίσθηση της πραγματικότητας και δεν περιορίζονταν σε ένα ιδεοληπτικό παιχνίδι εξουσίας. Λόγω των χειρισμών του ΣΥΡΙΖΑ πέσαμε από ουρανοξύστη και σταθήκαμε όρθιοι. Αλλά όταν η χώρα πέρασε τον κάβο, και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κέρδισαν ακόμα μια αναμέτρηση, συνέχισαν σαν να μη διδάχτηκαν τίποτα.

Μερικά από τα κατορθώματά τους τα θυμόμαστε, ή και τα μαθαίνουμε στην Προανακριτική για τη Novartis ή από τη δημοσιότητα των ηχογραφήσεων του Σάμπυ Μιωνή. Από τις αντιδράσεις τους αποδεικνύεται ότι παραμένουν τοξικά ανεύθυνοι.

Τεχνογνωσία Τσοβόλα

Η αποχώρηση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου από την προανακριτική επιτροπή δείχνει αλλαγή στάσης όχι μόνο από τον έως σήμερα βασικό εμπλεκόμενο στη σκευωρία της Novartis αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ: η δημοσιοποίηση της ηχογραφημένης συνομιλίας Παππά – Μιωνή οδηγεί στον πυρήνα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μέσω του Νίκου Παππά αγγίζει τον Αλέξη Τσίπρα. Οσα δυσώδη είδαν το φως της δημοσιότητας και όσα πιθανόν ακολουθήσουν δεν υπάρχει δυνατότητα να ανασκευαστούν. Οπότε, οι κατηγορούμενοι επιλέγουν άλλο δρόμο. Τον δρόμο της θυματοποίησης. Θα επιχειρήσουν να πουν ότι είναι θύματα των μεθοδεύσεων της Δεξιάς. Ο Παπαγγελόπουλος, άλλωστε, ήδη άρχισε να χρησιμοποιεί την τεχνογνωσία Τσοβόλα: τα περί «βρώμικου 1989» θα προσαρμοστούν για να περιγράψουν το 2020.

Στόχος, όταν έρθει η ώρα της δικαιοσύνης να υπάρχει ένα τμήμα της κοινής γνώμης που, με φανατισμό, θα υπερασπίζει διωκόμενους για την πολιτική τους ταυτότητα κι όχι για τη συμβολή τους στην παρακρατική υπόθεση στην οποία οδήγησε η δήθεν διερεύνηση της υπόθεσης Novartis, του διεθνούς σκανδάλου χειραγώγησης με αθέμιτες πρακτικές των αγορών φαρμάκου. Στόχος, να λησμονηθεί ότι πολιτικά κέντρα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, με έδρα το υπουργείο Δικαιοσύνης και όπως όλα δείχνουν και το Μέγαρο Μαξίμου, σχεδίασαν και μεθόδευσαν τη δημιουργία ενός παραδικαστικού και παραδημοσιογραφικού μηχανισμού σπίλωσης και ηθικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων, με στόχο, όπως έλεγε ο Πολάκης, να «στείλουν κάποιους φυλακή για να κερδίσουν τις εκλογές».