Η τελευταία περίοδος δύσκολα μπορεί να καταταχθεί στις καλύτερες για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Για την ακρίβεια, το μόνο παρήγορο, τουλάχιστον για όποιον υιοθετεί μια κάπως κυνική προσέγγιση των πραγμάτων, είναι ότι χρειάζεται κανείς να πάει αρκετά πίσω για να βρει μια περίοδο όπου τα πράγματα πήγαιναν όντως καλά.
Θα έλεγε κανείς ότι αυτό είναι σχεδόν αναμενόμενο για ένα εγχείρημα που πριν μπορέσει να συγκροτηθεί στην πρώτη του μορφή το 1957 είχε περάσει από μερικά οδυνηρά σκαμπανεβάσματα και όπου σημαντικό μέρος της πρώτης περιόδου του χαρακτηρίστηκε από σχετική στασιμότητα. Στην πραγματικότητα χρειάζεται κανείς να πάει στα μεγάλα κύματα διευρύνσεων και στην πολιτική και θεσμική ακολουθία που ξεκινά με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 και καταλήγει στη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2008 για να δει μια εκδοχή «ιστορικής προόδου» προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Βέβαια και σε αυτή υπάρχει μια μεγάλη σκιά: οποτεδήποτε τα μεγάλα βήματα προς την ολοκλήρωση τέθηκαν στην κρίση των ευρωπαίων πολιτών, η απάντηση έτεινε να είναι αρνητική με αποκορύφωμα τον ενταφιασμό του Ευρωσυντάγματος στο γαλλικό δημοψήφισμα του 2005, κάτι που αποτύπωνε ότι ουδέποτε κερδήθηκε η εμπιστοσύνη των κοινωνιών.
Η τιμωρητική αντίληψη
της ολοκλήρωσης
Αλλωστε, τα όρια του εγχειρήματος φάνηκαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στην περίοδο αμέσως μετά την προηγούμενη οικονομική κρίση. Ομως, αυτά είχαν με επιλογές που είχαν γίνει καιρό πριν. Η εκτίμηση ότι μπορούσε να επιβληθεί κοινό νόμισμα σε έναν οικονομικό χώρο με μεγάλες αποκλίσεις ως προς την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, άφησε ως θεσμική κληρονομιά την επιμονή στην ονομαστική σύγκλιση, δηλαδή τις πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Αντί για την πραγματική σύγκλιση, την περιφερειακή αναδιανομή και την αλληλεγγύη, η ολοκλήρωση ορίστηκε περισσότερο ως μια διαρκής συμμόρφωση σε κανόνες και νόρμες.
Αυτή η πειθαρχική και σχεδόν τιμωρητική αντίληψη της ολοκλήρωσης αποτυπώθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο στη λογική των Μνημονίων. Δεν ήταν μόνο ότι ειδικά στην ελληνική περίπτωση κατάφεραν να διαμορφώσουν τη χειρότερη δυνατή εκδοχή «προγραμμάτων», που στηρίζονταν στη λογική των «διαρθρωτικών αλλαγών» που απαιτούσε το ΔΝΤ, χωρίς όμως ανακούφιση στο ζήτημα του χρέους, οδηγώντας σε ένα χωρίς προηγούμενο υφεσιακό σοκ. Ηταν κυρίως η αντίληψη ότι κοινωνίες ολόκληρες μπορούσαν να αντιμετωπίζονται ως παραβατικοί έφηβοι που θα έπρεπε να επανέλθουν στην τάξη.
Και όλα αυτά τη στιγμή που η Ευρώπη υποτιμούσε τις όποιες δυνατότητες της έδινε η αρχιτεκτονική του ευρώ και της ΕΚΤ και καθυστερούσε να πάρει μέτρα που άλλες οικονομίες πήραν πολύ πιο έγκαιρα. Το αποτέλεσμα ήταν μια δεκαετία υποτονικής ανάπτυξης, η οποία παραμονές της πανδημίας ετοιμαζόταν να παραχωρήσει τη θέση της σε τροχιά ύφεσης. Ακόμη και εάν δεχθούμε ότι ως προς τον αναγκαίο αναστοχασμό και μετασχηματισμό του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου υποδείγματος η δεκαετία του 2010 ήταν μάλλον χαμένη σε παγκόσμιο επίπεδο, σωρεύοντας τις αντιφάσεις που βλέπουμε τώρα να παροξύνονται εν μέσω ανοιχτής οικονομικής κρίσης (που εμφανώς δεν είναι μόνο «εξωγενής), για την Ευρώπη τα πράγματα ήταν χειρότερα: μια δεκαετία διαρκούς αποφυγής των πραγματικών ερωτημάτων και για την πολιτική στρατηγική και για την οικονομική πολιτική.
Η απροθυµία αναµέτρησης µε το πρόβληµα
Στην πραγματικότητα πέραν της επικαιροποίησης του συνόλου των δικλείδων που περιλαμβάνονται στο «Σύμφωνο Σταθερότητας» και πρακτικές όπως το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», λίγες πραγματικές τομές έγιναν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της μεγάλης συζήτησης για το μέλλον της Ευρώπης που εξαγγέλθηκε ως επιτακτική προτεραιότητα στην αρχή της προηγούμενης πενταετίας των ευρωπαϊκών οργάνων, αυτή που ξεκίνησε το 2014, απέκτησε προφανώς ξεχωριστή επικαιρότητα και επιτακτικότητα με την απόφαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για το Brexit, που όπως και εάν το δει κανείς αποτέλεσε μια σημαντική στιγμή κρίσης, και στο τέλος απλώς παραπέμφθηκε για το μέλλον, δηλαδή για την τωρινή θητεία ευρωπαϊκών οργάνων που ξεκίνησαν με το όχι και τόσο ελπιδοφόρο στοιχείο ενός πολυμερούς παζαριού για τη σύνθεση της τρέχουσας Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα η ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από δυσκολία συγκλίσεων και απουσία αλληλεγγύης. Αυτό είχε ήδη φανεί από την εποχή των μεγάλων αφίξεων προσφύγων από τη Συρία όταν όχι μόνο πρυτάνευσε η λογική της «Ευρώπης – Φρούριο» αλλά και επελέγη η αντίληψη ότι οι χώρες εισόδου θα έπρεπε να γίνουν χώρες-φραγμοί, κάτι που γνωρίζουμε οδυνηρά και στη δική μας χώρα. Είχε φανεί επίσης σε φαινόμενα όπως η απροθυμία χωρών της διεύρυνσης να συμμορφωθούν με αυτό που θα λέγαμε ευρωπαϊκό κεκτημένο ως προς το κράτος δικαίου. Αναφέρουμε τη Ρουμανία, την Πολωνία και φυσικά την Ουγγαρία, με την τελευταία να διολισθαίνει αυταρχικά, να υιοθετεί ως σχεδόν επίσημη κρατική ιδεολογία ένα λαϊκισμό που συνδυάζεται με στοιχεία αντισημιτισμού. Αλλωστε, ήταν η Ουγγαρία που στην περίοδο των έκτακτων μέτρων για την πανδημία προσέφερε το πρώτο παράδειγμα μιας οιονεί δικτατορίας σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επιπλέον, όλα αυτά φάνηκαν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο και όταν ξέσπασε η πανδημία, όταν όχι μόνο υπήρξε μια δυστοκία βασικών βημάτων συντονισμού και αλληλεγγύης αλλά και εμφανής πρόκριση εθνικών λύσεων ως προς αποφάσεις όπως το κλείσιμο των συνόρων ή η λήψη έκτακτων μέτρων.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της αδυναμίας για μια συντονισμένη και προωθητική πολιτική, τα όσα συμβαίνουν σε σχέση με το πακέτο μέτρων της Κομισιόν, τη χρηματοδότησή του και το εάν θα συνδέονται με μέτρα που προσομοιάζουν σε Μνημόνια ή όχι. Το ζήτημα εδώ δεν είναι απλώς ότι έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη κλασική διαπραγμάτευση των Βρυξελών, πάνω και κάτω από το τραπέζι και συχνά «μετωνυμική», η οποία απλώς θα παραταθεί μέχρι την πραγματικά «τελευταία στιγμή». Κυρίως είναι ότι με τρόπο πιο έντονο παρά ποτέ απόψεις και λογικές που και πριν υπήρχαν, έρχονται στο προσκήνιο με τον πιο έντονο τρόπο.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μια Ευρώπη που ακόμη ταλαντεύεται ως προς το εάν και κατά πόσο θα κάνει χρήση των δυνατοτήτων που έχει μπροστά σε μια βαθιά οικονομική ύφεση (έχοντας και την επίγνωση της ανεπάρκειάς της την προηγούμενη φορά), βλέπει να διαμορφώνεται ξανά ένα μπλοκ χωρών που θεωρεί ότι όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, τα κράτη κατά βάση οφείλουν να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις.
Η κρίση ηγεσίας και
η ηγεμονία της Γερμανίας
Ολα αυτά επιτείνονται και από μια παράλληλη κρίση ηγεσίας στην Ευρώπη, που συμπληρώνει το πιο δομικό πρόβλημα της απροθυμίας της Γερμανίας να αναλάβει την ευθύνη και το κόστος της κυρίαρχης θέσης της. Αυτή η κρίση ηγεσίας είναι πιο διάχυτη και οριζόντια και αποτυπώνεται στη διαμόρφωση μιας πολιτικής τάξης χωρίς στρατηγική σκέψη, εκπαιδευμένης περισσότερο στον μεσοπρόθεσμο τακτικό σχεδιασμό του κόσμου των επιχειρήσεων (από τον οποίο έχει συχνά περάσει) ή την επιφανειακή προσέγγιση του κόσμου της επικοινωνίας (με τον οποίο συχνά διαλέγεται), η οποία δεν μπορεί να στοχαστεί τον κόσμο ή την οικονομία έξω από τα όρια μιας νεοφιλελεύθερης «ενιαίας σκέψης» (ακόμη και στις σοσιαλδημοκρατικές ή «πράσινες» παραλλαγές της) και η οποία συχνά είναι επικίνδυνα πρόθυμη να υιοθετήσει πλευρές της ρητορικής και της ατζέντας της Ακροδεξιάς υποτίθεται στην προσπάθεια να ανακόψει την άνοδό της, παραβλέποντας ότι έτσι απλώς εμπεδώνει πλευρές της απήχησής της.
Το ισχνό προφίλ των περισσότερων σημερινών πολιτικών ηγετών – που εκτός των άλλων κάνει π.χ. την Ανγκελα Μέρκελ που κάποτε ήταν συνώνυμη με την «γκρίζα» διαχειριστική αντίληψη της πολιτικής να φαντάζει ως η μόνη ηγέτιδα με εμβέλεια – είναι επίσης σύμπτωμα του ίδιου προβλήματος.
Ακόμη και ο τρόπος που οποιαδήποτε αντίδραση απλώς περιγράφεται ως «λαϊκισμός», ένας απλουστευτικός και εύκαμπτος όρος που αποδίδεται σε ένα φάσμα αντιδράσεων, από την Ακροδεξιά έως τα νέα κινήματα διαμαρτυρίας είναι ενδεικτικός αυτής της δυστοκίας παραλλαγής πολιτικής σκέψης.
Οπως είναι ενδεικτικό και το γεγονός ότι παρότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη υιοθέτησαν επιθετικά μέτρα και μεγάλες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και μεγάλων οικονομικών ενισχύσεων για να αντιμετωπιστεί το κοινωνικό κόστος των περιοριστικών μέτρων, αυτή η εμπειρία δεν έχει μεταφραστεί σε ένα νέο όραμα κοινωνικής συμμετοχής και ένα πιο «συμπεριληπτικό» υπόδειγμα ανάπτυξης. Αντίθετα, είναι ως εάν απλώς να λαμβάνονται κάποια μέτρα στον ορίζοντα μιας – στην πραγματικότητα ανέφικτης – επιστροφής σε μια κανονικότητα που βρίσκεται στην αφετηρία σημαντικών πλευρών της σημερινής κρίσης.
Οσο για τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, αυτή, κατά τις παραδόσεις των Βρυξελλών, μπορεί πάντα μετ’ επαίνων να αναβληθεί για μια μελλοντική στιγμή.