Με τον Ν. 4639/2019 η χώρα μας κύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης που υπογράφηκε στο Magglingen / Macolin τη 18η Σεπτεμβρίου 2014, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από την πολλαπλή χειραγώγηση των αθλητικών αγώνων και την εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος στον χώρο του αθλητισμού.
Κρίσιμη πλευρά της Σύμβασης η αποτροπή της σύγκρουσης συμφερόντων που προκύπτει σε σχέση με τον στοιχηματισμό. Η Σύμβαση θεωρεί ότι πρέπει να απαγορεύεται στους συντελεστές αγώνων να στοιχηματίζουν σε αθλητικές οργανώσεις στις οποίες συμμετέχουν. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι πρέπει να μπουν περιορισμοί για:
«α. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή προϊόντων αθλητικού στοιχήματος στοιχηματίζοντας στα δικά τους προϊόντα. β. Κατάχρηση θέσης ως χορηγού ή συνιδιοκτήτη ενός αθλητικού οργανισμού για τη διευκόλυνση χειραγώγησης αθλητικών αγώνων ή καταχρηστικής χρήσης εκ των έσω πληροφοριών. γ. Τους συντελεστές αγώνων που εμπλέκονται στην κατάρτιση αποδόσεων στοιχήματος για αγώνα στον οποίον συμμετέχουν. δ. Την προσφορά στοιχημάτων από οιονδήποτε φορέα εκμετάλλευσης αθλητικού στοιχήματος ή συντελεστή αγώνα που ελέγχει φορέα διοργάνωσης ή συντελεστή αγώνα».
Η εφαρμογή αυτών των αρχών στην Ελλάδα προσέκρουε στο καθεστώς που είχε διαμορφώσει το 2019 ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Βασιλειάδης. Ο Γ. Βασιλειάδης με τον ν. 4603/2019 είχε επιτρέψει μεγαλομέτοχοι του ΟΠΑΠ ή άλλων εταιρειών να συμμετέχουν σε αθλητικά σωματεία.
Το κλειδί ήταν ότι η σχετική ρύθμιση όριζε κώλυμα μόνο για τους «βασικούς μετόχους» που κατείχαν ποσοστό μεγαλύτερο του 15% του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου. Επομένως ο Δ. Μελισσανίδης, για παράδειγμα ή άλλα μέλη της οικογένειάς του μπορούσαν να είναι μέτοχοι στην ΟΠΑΠ ΑΕ (εφόσον είχαν κάτω από 15% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου) και ταυτόχρονα μέλη της διοίκησης της ΑΕΚ. Δεν ήταν τυχαίο ότι η σχετική πρόβλεψη είχε χαρακτηριστεί ως «φωτογραφική».
Ο υφυπουργός Αθλητισμού Λ. Αυγενάκης πήρε την πρωτοβουλία να διορθώσει αυτή την κατάσταση, εναρμονίζοντας την αθλητική νομοθεσία με την κυρωμένη Σύμβαση Magglingen/Macolin. Με τροπολογία που κατέθεσε στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης ρητά έθεσε θέμα ασυμβίβαστου ανάμεσα στο μέλος αθλητικού σωματείου (ή της διοίκησής του) και τον μέτοχο ή εταίρο της ΟΠΑΠ ΑΕ ή άλλης εταιρείας στοιχηματισμού, ή εταιρείας συνδεδεμένης με εταιρείες στοιχηματισμού ή εταιρείας στην οποία έχει ανατεθεί η οργάνωση του στοιχήματος.
Αμέσως οι θιγόμενοι άρχισαν να κάνουν αρκετό θόρυβο ώστε να τον ακούσουν τα «ευήκοα ώτα» του Γ. Γεραπετρίτη. Η κυβέρνηση σήμανε άτακτη υποχώρηση και με «νομοτεχνικές βελτιώσεις» το ασυμβίβαστο περιορίστηκε μόνο σε όσους «ασκούν έλεγχο» στην ΟΠΑΠ ΑΕ ή άλλες εταιρείες στοιχηματισμού, μέσω κυριότητας ή συγκυριότητας ποσοστού μεγαλύτερου του 15% των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων.
Ουσιαστικά, με την κυβερνητική κυβίστηση επιστρέψαμε στην απαράδεκτη ρύθμιση Βασιλειάδη και στον πυρήνα αυτού που η Σύμβαση Magglingen / Macolin ορίζει ως κίνδυνο χειραγώγησης αθλητικών αγώνων. Η προσθήκη ότι η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων θα μπορεί να κρίνει τεκμηριωμένα ότι υπάρχει έλεγχος με μικρότερο ποσοστό, αποτελεί μάλλον ένοχη και αποτυχημένη απόπειρα τήρησης κάποιων προσχημάτων.
Κοντολογίς, με πολιτική απόφαση μια ευκαιρία να υπάρξει προσαρμογή του αθλητικού δικαίου στις απαιτήσεις των Διεθνών Συμβάσεων χάθηκε. Με άλλα λόγια, για μια ακόμα φορά είμαστε «στο ίδιο έργο θεατές».