Το έργο της Σουζάνας Αντωνακάκη στην πράξη και τη θεωρία την κατέστησε μία αρχιτέκτονα πρώτης γραμμής. Μέσα από το έργο του γραφείου Α66 που είχε συνιδρύσει με τον σύντροφό της Δημήτρη Αντωνακάκη προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον και μία ζωηρή συζήτηση στην Ευρώπη και την Αμερική προβάλλοντας την εναλλακτική τοποθέτησή τους στην αυστηρότητα του μοντερνισμού. Η αρχιτέκτων – που είχε κατοχυρώσει μια ξεχωριστή θέση για «ΤΑ ΝΕΑ» ως αρθρογράφος της εφημερίδας επί μία δεκαετία – έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Η Σουζάνα Κολοκυθά Αντωνακάκη γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα και σπούδασε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το 1954 έως το 1959 έχοντας δασκάλους της τον Δημήτρη Πικιώνη, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον μαθητή και φίλο του Μις βαν ντερ Ρόε, Τζέιμς Σπάγερ. Τότε γνώρισε και τον συμφοιτητή της, μετέπειτα σύντροφο της ζωής της και συνεργάτη της Δημήτρη Αντωνακάκη. Το 1965 η Σουζάνα και ο Δημήτρης Αντωνακάκης μαζί με την Ελένη Γούση – Δεσύλλα ίδρυσαν το Atelier66 (το 1987 μετονομάστηκε σε Α66), στο οποίο προστέθηκαν τα επόμενα χρόνια συνάδελφοί τους αρχιτέκτονες ως ισότιμοι συνεργάτες. Τα επόμενα 20 χρόνια, μαζί με μια λίστα από κτίρια, εκδόσεις, συμμετοχές σε διαγωνισμούς, συνέβαλαν στη διαμόρφωση των σύγχρονων αρχιτεκτονικών τάσεων, έχοντας δημιουργήσει ένα χαρακτηριστικό στυλ που κατέστησε τη δουλειά του Atelier αναγνωρίσιμη. Αυτός ήταν ο λόγος που οδήγησε στην έκδοση της μονογραφίας «Atelier 66» από τις εκδόσεις Rizzoli το 1984 με την επεξεργασία του άγγλου ιστορικού της αρχιτεκτονικής Κένεθ Φράμπτον. Ο ίδιος μάλιστα σύστησε στο διεθνές κοινό το έργο τους όταν στο σύγγραμμά του «Η ιστορία της μοντέρνας αρχιτεκτονικής» (σε ελληνική μετάφραση από το Θεμέλιο) δίνει θέση στο ζεύγος των ελλήνων αρχιτεκτόνων στο κεφάλαιό του για τον κριτικό τοπικισμό, αναφέροντας το ζεύγος Αντωνακάκη ως τους κύριους εκπροσώπους του ρεύματος που αναθεωρεί το μοντέρνο βάζοντας στοιχεία του τοπίου, των τοπικών συνηθειών, του τρόπου ζωής. «Ο στόχος του κριτικού τοπικισµού είναι να µειώσει την επίδραση της παγκοσµιότητας του πολιτισµού µέσα από στοιχεία που είναι έµµεσα δανεισµένα από τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου… όπως η ένταση και η ποιότητα του τοπικού φωτός, η τεκτονική που προκύπτει από µια ειδική κατασκευαστική δοµή ή ακόµα και η τοπογραφία της γης. Ο κριτικός τοπικισµός δεν έχει τίποτα να κάνει µε τις απλουστευτικές επιστροφές σε υποτιθέµενες µορφές κάποιου χαµένου ιθαγενούς στυλ» εξηγούσε ο Φράμπτον στο «Prospects for a Critical Regionalism» («Perspecta: The Yale Architectural Journal», 1983).
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ