Παρηγορηθήκαμε με την ομορφιά τους μέσα από την οθόνη του υπολογιστή, αλλά δεν τη χορτάσαμε κατά την περίοδο του αυτοεγκλεισμού. Χιλιάδες έργα τέχνης πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας, μουσεία και γκαλερί από κάθε γωνιά του πλανήτη κρέμασαν απλόχερα τους θησαυρούς τους στον ψηφιακό κόσμο, αλλά όλοι μας λαχταρήσαμε να τα δούμε ξανά από κοντά. Κι όμως τόσο μέσα από την οθόνη, όσο και στη δια ζώσης επαφή, ανικανοποίητη μένει η αίσθηση της αφής. Παράδοξο θα σκεφτεί κάποιος αν αναλογιστεί τον ισχυρισμό του αμερικανού ιστορικού τέχνης, ειδικού στην αναγεννησιακή ζωγραφική, Μπέρναντ Μπέρενσον, ότι πρωταρχικός σκοπός του καλλιτέχνη είναι να αφυπνίσει την αίσθηση της αφής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι μπροστά στη λεία, άψογα στιλβωμένη, επιδερμίδα ενός μαρμάρινου αγάλματος της κλασικής αρχαιότητας ή μπροστά στην παχιά πάστα χρωμάτων που χρησιμοποιούσε ο Ρέμπραντ – την οποία συχνά δούλευε με τα ακροδάχτυλά του αντί να χρησιμοποιεί το πινέλο – είναι οι κανόνες που μας σταματούν να απλώσουμε το χέρι και να τα αγγίξουμε: οι πινακίδες «μην αγγίζετε», τα συστήματα συναγερμού, η περισχοίνηση, οι προθήκες. Πώς όμως οι ίδιοι οι καλλιτέχνες κατάφεραν να ανταποκριθούν στην πρόκληση του «μην αγγίζετε» όταν η σχέση τους με την ύλη και την αφή είναι σημαντικότερη από ό,τι για τον θεατή; Μια περιδιάβαση στον τρόπο που απέδωσαν ένα δύσκολο θέμα, τη σκηνή που ο Ιησούς αποτρέπει τη Μαρία Μαγδαληνή να τον αγγίξει όταν εμφανίζεται μπροστά της μετά την Ανάσταση με την προσταγή «Μη μου άπτου» ενδέχεται να μας δώσει απαντήσεις.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ