Εκείνo το πρωινό του 1934 στην πόλη, λίγος κόσμος μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς θεμελίωνε η πρώτη πέτρα που τοποθετήθηκε ψηλά στο άδειο οικόπεδο της Δεξαμενής. Πάλι το πράγμα μύριζε καπνό. Λες και θα μπορούσε να μυρίζει κάτι άλλο. Ολη η Καβάλα μύριζε καπνό. Κι «ανάσαινε» εξαιτίας του. Κάτι για ξενοδοχείο έλεγαν, να μένουν εκεί οι ξένοι συνεργάτες του καπνέμπορα Μιλτιάδη Κ. Πετρίδη. Το οικόπεδο είχε θέα μοναδική. Βέβαια, ανηφοριά μεγάλη σε περίμενε μέχρι να φτάσεις από το κέντρο, αλλά μήπως οι ένοικοι είχαν να νοιαστούν αν θα ανέβουν ποδαράτοι; Αστεία πράγματα. Και δρόμο θα τους άνοιγαν και με τις αυτοκινητάρες τους και τις ταξάρες τους θα κοντεύανε. Τέτοια λέγανε οι άνθρωποι στη γειτονιά. Και δεν είχαν πέσει έξω. Αλλά ούτε και μέσα. Οι ξένοι συνεργάτες του Πετρίδη ήταν Σουηδοί, οι εκπρόσωποι του Σουηδικού Μονοπωλίου Καπνού. Κι ο ίδιος, ο αποκλειστικός προμηθευτής του. Ηδη, από τον Μεγάλο Πόλεμο είχε γίνει της μόδας στην Ευρώπη να φουμέρνεις τσιγάρα «με την προσθήκη ανατολικών καπνών». Ο μπασμάς ήταν μεγάλη παρηγοριά καθώς ο κόσμος γκρεμιζόταν. Η Καβάλα πρόσφερε απλόχερα την παρηγοριά της. Οι ξένοι εμπορικοί οίκοι κατέκλυσαν την πόλη. Αποθήκες, γραφεία, κατοικίες χτίζονταν για να φιλοξενήσουν τους ξένους εργαζομένους. Η δουλειά ήταν εντατική και απαιτούσε την πολύμηνη, φυσική παρουσία τους. Ο καπνός ήθελε επίβλεψη μέχρι να οριστικοποιηθεί η συμφωνία της αγοράς του.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ