Υπό μία έννοια, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ζήτημα ανάγνωσης: αν η Ελλάδα ήταν μόνη της, θα μιλούσαμε για μια μικρή χώρα που βρίσκεται απέναντι σε έναν ισχυρό γείτονα, ο οποίος κατά περιόδους την προκαλεί αμφισβητώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Η χώρα εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι μόνη της. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας, το νοτιοανατολικό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ως τέτοιο θα πρέπει να αρχίσει να της φέρεται η Τουρκία. Για να συμβεί αυτό, είναι απαραίτητη η συμβολή των Βρυξελλών.
Η μόνη μόνιμη λύση για την αντιμετώπιση της τουρκικής προκλητικότητας είναι τα θέματα που έχουν προκύψει το τελευταίο διάστημα να μετατραπούν από διμερή σε ευρωπαϊκά. Μόνο έτσι, με την έμπρακτη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Αγκυρα θα συνειδητοποιήσει πως η Ελλάδα δεν είναι μικρός παίκτης. Και κυρίως, πως η τακτική της, που το τελευταίο διάστημα κινείται πάντα στα όρια, μπορεί να έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις πέρα από τις φωνές των γειτόνων. Η επιλογή της Ελλάδας, από κοινού με την Κύπρο, να θέσει το θέμα της Τουρκίας στο τραπέζι της Συνόδου Κορυφής ήταν ένα πρώτο βήμα ώστε η αναταραχή στην Ανατολική Μεσόγειο να συζητηθεί σε ανώτατο επίπεδο στις Βρυξέλλες. Τον Σεπτέμβριο, στην ειδική συνεδρίαση με αντικείμενο τη στρατηγική σχέση ΕΕ – Τουρκίας που διεκδίκησαν Αθήνα και Λευκωσία, η κυβέρνηση οφείλει να είναι εξίσου αποφασισμένη για την πιθανότητα επιβολής κυρώσεων, εφόσον αυτό χρειαστεί. Σ’ αυτό το ζήτημα, άλλωστε, έχει διακομματική συναίνεση.
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περίοδο που συμπίπτει με την κρίση του κορωνοϊού. Ακόμα και συμβολικά, οι κινήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχουν μόνο εσωτερικό αντίκτυπο. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, η λειτουργία του οποίου ξεκινά την Παρασκευή, δείχνει τη στρατηγική της Αγκυρας από εδώ και πέρα. Οχι μόνο απέναντι στην Ελλάδα, αλλά απέναντι στη Δύση. Και αυτή η επιλογή, αν όχι τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας, πρέπει να ανησυχεί τους Ευρωπαίους.