Τον Οκτώβριο του 2003 η χώρα διχάστηκε για το αν ο Οδυσσέας Τσενάι, αριστούχος σε λύκειο της Νέας Μηχανιώνας, δικαιούνταν ή όχι να είναι σημαιοφόρος στην παρέλαση επειδή ήταν γιος μεταναστών από την Αλβανία. Τα κανάλια μετέδιδαν οργισμένες διαμαρτυρίες και το παιδί περιφερόταν στα τηλεοπτικά παράθυρα απέναντι σε ακροδεξιούς που του έκαναν bullying σε ζωντανή μετάδοση. Κάτι που πολλοί έχουν ξεχάσει είναι ότι τότε ξεσάλωσε και η Χρυσή Αυγή, που οργάνωνε διαμαρτυρίες σε παρελάσεις, ουρλιάζοντας χυδαία συνθήματα, ενώ τα φιλόξενα κανάλια έδιναν βήμα στους εκπροσώπους της. Πέρασαν από τότε 17 χρόνια και ο δημόσιος διάλογος για τον ρατσισμό έχει αλλάξει. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, η ενσωμάτωση της αλβανικής κοινότητας την έβγαλε από το επίκεντρο και τη θέση της πήραν, δυστυχώς, τα επόμενα μεταναστευτικά κύματα. Τα πρωτοπαλίκαρα της Χρυσής Αυγής μετακόμισαν στα βουλευτικά έδρανα και, στη συνέχεια, στη Δικαιοσύνη. Βγαίνοντας από το πεδίο του αίματος, η ορατότητα κοινοτήτων, όπως η LGBTQI, αντιμετωπίστηκε με λόγο μίσους – να θυμίσουμε ενδεικτικά ότι πρόσφατα καταδικάστηκε μητροπολίτης για κήρυγμα που υποκινούσε σε βία εναντίον των ομοφυλοφίλων. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα μετριέται σε έρευνες ως μια από τις πλέον αντισημιτικές χώρες και πολύ συχνά βανδαλίζονται εβραϊκά μνημεία, ενώ αντίστοιχα δίχασε η ανέγερση ενός τεμένους. Και το πιο πρόσφατο κρούσμα: το να μη γλιτώνει από την οργή συμπολιτών του ούτε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο πιο διάσημος έλληνας σημαιοφόρος, επειδή τόλμησε να δηλώσει ότι στην Ελλάδα, μια χώρα που έχει δοξάσει με χίλιους τρόπους σε όλον τον κόσμο, υπάρχουν ρατσιστές. Και λέμε «ούτε ο Γιάννης» διότι η πικρή αλήθεια είναι ότι ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες που δεν έχουν το άστρο του είναι καθημερινότητα που περνά απαρατήρητη.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ