Μόνο ένα είδος μαγικής σκέψης θα πίστευε ότι με κάποιον τρόπο η χώρα μας θα απέφευγε κάποια στιγμή να έχει αυξημένο αριθμό κρουσμάτων COVID-19. Εξαρχής το διακύβευμα ήταν να αποφευχθεί η απότομη κλιμάκωση των κρουσμάτων που θα μπορούσε να γονατίσει τα συστήματα υγείας και άρα να χαθούν ζωές εξαιτίας της αδυναμίας πρόσβασης σε νοσοκομειακή περίθαλψη, και η προστασία των ευπαθών και των ευάλωτων.
Εχουμε πια και τον απολογισμό των μέτρων που ελήφθησαν διεθνώς. Τα lockdown ανέκοπταν τον ρυθμό μετάδοσης, αλλά με τεράστιο κοινωνικό κόστος, την ώρα που οι περικοπές στα συστήματα υγείας και η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών και ανισοτήτων είχαν επιτείνει μια συνθήκη «υποκείμενων προβλημάτων υγείας» που είχε κόστος και σε ζωές, συχνά εργαζομένων «πρώτης γραμμής». Η αποτυχία επαρκούς σχεδιασμού προστασίας των ευπαθών και ιδίως των ηλικιωμένων οδήγησε στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική στην τραγωδία του πλήθους θανάτων σε γηροκομεία. Στη χώρα μας ο συνδυασμός ανάμεσα στην πολύ μικρή αρχική διασπορά, τη λήψη περιοριστικών μέτρων νωρίς και μια εκτεταμένη συμμόρφωση της κοινωνίας στην εφαρμογή των μέτρων οδήγησε σε μικρούς αριθμούς κρουσμάτων και θυμάτων στην πρώτη φάση. Ομως, μία νέα φάση, αυτή τη φορά με αυξημένους αριθμούς κρουσμάτων ήταν αναμενόμενη, ιδίως από τη στιγμή που προφανώς δεν μπορούσε να υπάρξει ένα διηνεκές lockdown.
Επομένως, μικρή σημασία έχει μια αντιπαράθεση, όπως αυτή που γίνεται στη δημόσια σφαίρα, γύρω από το εάν μπορούσε να είχε αποφευχθεί κάθε αύξηση των κρουσμάτων. Αυτό που απαιτείται είναι συζήτηση και αποτίμηση για το εάν στο διάστημα που μεσολάβησε από την εμφάνιση της πανδημίας διαμορφώθηκε συνθήκη επαρκούς προστασίας των ευπαθών ξεκινώντας από τα γηροκομεία και άλλες προνοιακές δομές φιλοξενίας, για το εάν ενισχύθηκε πραγματικά το δημόσιο σύστημα υγείας τόσο στην πρωτοβάθμια φροντίδα όσο και στα νοσοκομεία και για το εάν έγινε ο αναγκαίος σχεδιασμός για ασφαλείς πρακτικές που θα επιτρέπουν συνέχεια και όχι διακοπή της κοινωνικής ζωής.