Η Πόπη ήταν η πρώτη που κατάλαβε πως κάτι καινούργιο είχε εισβάλει εκείνο το πρωί στο μικρό διαμέρισμα του κέντρου. Νιαουρίζοντας έτρεξε προς το χολ, έτοιμη να παλέψει με τον εχθρό. Το χαρτί που μισοφαινόταν κάτω από την εξώπορτα δεν προέβαλε την παραμικρή αντίσταση. Η άκρη του είχε ήδη καταστραφεί όταν η νυσταγμένη φωνή από το υπνοδωμάτιο άφησε στη μέση μια ακόμα δαγκωματιά: «Πάλι μασάς τα κοινόχρηστα;». Η Πόπη απομακρύνθηκε λίγο ανόρεχτα από τον τόπο του εγκλήματος. Τώρα τον λόγο είχε το δίποδο. Κι όμως, το δαγκωμένο σημείωμα δεν ήταν σομόν, αλλά λευκό. Δεν ήταν τυπωμένο, αλλά χειρόγραφο: «Πέρνα λίγο από πάνω που θέλω κάτι να σου πω». Υπογραφή, «η διαχειρίστρια». Το δίποδο αναρωτήθηκε ποιο μπορεί να ήταν το πρόβλημα. «Νομίζω θα φάμε κατσάδα», είπε στη γάτα που έγλειψε επιδεικτικά την πατούσα της σαν να έλεγε «μην κοιτάς εμένα, δεν κάνω ποτέ φασαρία σε ώρες κοινής ησυχίας».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ