Ο ρωμαίος κατακτητής επιστρέφοντας θριαμβευτικά στη Ρώμη, με τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους, ανέβαινε στο Καπιτώλιο, στον Ναό του Διός, δαφνοστεφανωμένος. Είχε την ιδιότητα του θεού ή ημίθεου. Δίπλα του όμως είχε έναν δούλο που του ψιθύριζε συνεχώς: Memento mori, Memento mori. Ηταν κοσμοκράτορας. Ηξερε όμως τους κινδύνους που έχει αυτή η ψευδαίσθηση. Γι’ αυτό και είχε τον δούλο να του υπενθυμίζει τη θνητότητα. Γιατί εύκολα μπορεί κανείς, με τις νίκες, τις παρελάσεις, τους ύμνους, τους κόλακες, τα λιβανίσματα, να κυλήσει στην ψευδαίσθηση αυτή. Ξεχνά ολωσδιόλου το θνητό της ύπαρξής του. Και τότε αρχίζει η κάτω βόλτα. Τρελαίνεται, γίνεται ακόρεστος στην εξουσιομανία του και κάθε μάνητα που αυτή φέρει μαζί της, συνώνυμη της απληστίας, αλλάζει όνομα, ένδυση, γυναίκες. Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί. Η θέση του τα δικαιολογεί όλα, ακόμα και τη δολοφονία των υποτιθέμενων εχθρών του. Από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον μέχρι διεκδικητές του θρόνου του. Και συνήθως έρχεται η ώρα της Νέμεσης. Που καμία ύβρη, καμία αλαζονεία δεν αφήνει ατιμώρητη. Η πτώση του είναι παταγώδης. Και τότε συνειδητοποιεί ότι κανείς δεν είναι μαζί του. Ολοι τον εγκατέλειψαν. Και συ, παιδί μου Βρούτε, πρόλαβε να πει ο Ιούλιος Καίσαρας. Και πώς να μη συμβαίνουν αυτά, όταν στην εποχή μας, στην Ελλάδα, γίνονται πολύ χειρότερα. Και μάλιστα από ανθρώπους, πολιτικούς και μη, που αρκεί μια αυτοφωτογράφιση και κάποια ανοησία για να εκστασιαστούν. Οι εποχές που ζούμε είναι χαρακτηριστικές του κλίματος και των νεοτερισμών που επιβάλλουν.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ