Απόψε, ούτε που το κατάλαβα από ποιο άγνωστο έρεβος με πήρες πάλι και με άφησες μόνο στη σκηνή ενός ονείρου, απλά, τρυφερά, όπως η μάνα αφήνει το βρέφος της μέσα στην κούνια για να κοιμηθεί. Και ξαφνικά έγιναν όλα ένα. Εσύ, εγώ κι ένα ήρεμο σούρουπο μελαγχολικό. Κι εγώ μετρούσα πάλι στην οδό Βενιζέλου τ’ άσκοπα βήματά μου στην παλιά μου γειτονιά, φυλλομετρώντας μνήμες μονάχα από εικόνες ταξιδιών πού ονειρεύτηκα, σπαράγματα λόγων, τις φωτιές τ’ Αϊ-Γιάννη και μουσικές γνώριμες της Ανατολής. Και οι μορφές των ανθρώπων ήταν όλες εδώ. Εκείνοι οι μάρτυρες, οι όσιοι και οι άγιοι πρόσφυγες της Μικρασίας περπατάνε πάλι μαζί μου. Αθόρυβα, διακριτικά, ανάμεσα στα προσφυγικά φτωχόσπιτα, στις ανθισμένες νεραντζιές. Μπροστά μας η Πάρνηθα, πάντα στοχαστική, μεγαλόπρεπη, ορθώνει αγέρωχη την προαιώνια κορμοστασιά της, τη στιβαρή της ανδροπρέπεια σε όλους τους τόνους του γαλάζιου και του μοβ, ως το απροσμέτρητο βάθος τ’ ουρανού, όπου όλα τελικά γίνονταν ένα. Κι εγώ το μάντευα πως μου έπαιζες άσχημο παιχνίδι, φυτεύοντας μέσα μου επιθυμίες χωρίς προοπτική, δίχως ελπίδα, σε δύσκολους καιρούς, αβάσταχτους. Ξέρω πια το παιχνίδι Σου, τις άπειρες μεταμορφώσεις Σου. Πότε πίσω από έναν άρρωστο γέροντα, πότε πίσω απ’ το χαμόγελο ενός παιδιού, να δέχεσαι γαλήνιος το ειρηνικό θυμίαμα μιας προσευχής ή τις αστραπές της οργής μου. Και ήσουν πάντα εκεί, στα δάκρυα της μητέρας μου, στη σιωπηλή στοργή του πατέρα μου. Και, ήσουν πάντα εκεί στην απεραντοσύνη του ουρανού, στο άσπιλο λευκό της γαρδένιας και στο άρωμα της κανέλας, στο φλεγόμενο ρόδο του Μαΐου και στην αγνότητα του γιασεμιού. Κι εγώ τι να ήμουν άραγε; ηθοποιός ή θεατής σ’ αυτό το δράμα, καθώς χαμηλώνεις τώρα το φως Σου στη σκηνή που παίζονται όλα ετούτα, ένα βελούδινο σούρουπο, αχνό, χρυσοκίτρινο. Στη Βενιζέλου υπάρχει ακόμη ένας ήλιος πορφυρός στον ορίζοντα. Υπάρχει ακόμη ένα μπαλκόνι με γεράνια ολάνθιστα, ένας πλανόδιος οργανοπαίκτης με ακορντεόν, υπάρχουν τα παιδιά που τσιρίζουν, δυο γάτες που νυστάζουν σ’ ένα κατώφλι, μια γριά που καπνίζει, αναπολώντας έναν κόσμο χαμένο χωρίς επιστροφή. Και είσαι εδώ και είμαι κι εγώ εδώ και είναι βυθισμένα όλα σε μια άλλη, παράξενη σιωπή, πίσω από τα τζιτζίκια που σίγησαν, πίσω από τις φωνές των παιδιών, πιο πίσω κι απ’ όλα τα φλύαρα όνειρά μου. Κι όλα μοιάζουν ακίνητα, μαρμαρωμένα, σαν κάτι θαρρείς να προσμένουν.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ