Η χώρα μας έχει μπροστά της έναν πολύ βαρύ χειμώνα. Η δεύτερη επέλαση του κορωνοϊού δεν απειλεί μόνο ανθρώπινες ζωές, αλλά δοκιμάζει, ξανά, τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, πριν προλάβει να σηκώσει κεφάλι από την πρώτη έξαρση της πανδημίας. Δυστυχώς, οι νεότερες εκτιμήσεις μιλούν για ύφεση 10% φέτος και επαναφέρουν στο προσκήνιο σενάρια – σοκ για τα εισοδήματα και την απασχόληση τους επόμενους μήνες.
Η κυβέρνηση έσπευσε, χθες, διά του υπουργού Οικονομικών, να προαναγγείλει ένα νέο πακέτο μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας και των πληττόμενων. Αλλά ας μη γελιόμαστε. Είναι τόσο αβέβαιη η κατάσταση, που, αυτή τη στιγμή, δεν είναι σαφές ούτε το βάθος, ούτε η έκταση των επιπτώσεων που προκαλεί η εξέλιξη της πανδημίας. Για όλους, αλλά, πολύ περισσότερο, για τους οικονομικά ασθενέστερους και όσους θα βρεθούν αντιμέτωποι με τη φτώχεια και την ανεργία.
Για αυτόν, ακριβώς, τον λόγο απαιτείται εγρήγορση από την κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι θα χρειαστούν και νέα πακέτα μέτρων στήριξης. Ομως, δεν φτάνει μόνο αυτό. Οι αρμόδιοι υπουργοί θα πρέπει να θέσουν υπό στενή και αδιάκοπη παρακολούθηση τις εξελίξεις στους πλέον ευαίσθητους κλάδους, στην αγορά εργασίας και στα ευάλωτα νοικοκυριά. Ωστε, να επεμβαίνουν πυροσβεστικά, να διορθώνουν λάθη και παραλείψεις και να επουλώνουν τις πληγές πριν προσλάβουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Αλλά και η αντιπολίτευση φέρει μεγάλη ευθύνη. Σε τέτοιες κρίσιμες ώρες, το εύκολο είναι να σηκώνει κανείς τη σημαία του λαϊκισμού και να κατηγορεί τους άλλους για τα πάντα, μοιράζοντας υποσχέσεις για μαγικές λύσεις, τις οποίες, άλλωστε, πλήρωσε ακριβά η χώρα μας στα χρόνια των Μνημονίων. Το δύσκολο είναι να ακολουθήσει τον δρόμο της ευθύνης, συμβάλλοντας με τη στάση του στον διάλογο για εκείνες τις αποφάσεις που έχει ανάγκη η χώρα. Αποφάσεις που απαιτούν, πάνω από όλα, κοινωνική και πολιτική συναίνεση.