Οι εικόνες στις Μυκήνες μιλούν από μόνες τους – και αυτό δεν είναι δημοσιογραφικό κλισέ. Η αλήθεια μοιάζει να βρίσκεται όπως πάντα στη μέση: η πυρκαγιά δεν άφησε πίσω της τη φθορά που θα βύθιζε σε θλίψη μια χώρα. Αλλά ούτε μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια όταν ο κίνδυνος φτάνει σε κοντινή απόσταση από κειμήλια ανυπολόγιστης αξίας. Οσο προχωράει ο απολογισμός των ημερών, θα πιστωθούν οι φροντίδες εκεί που πρέπει (η αποψίλωση, για παράδειγμα, φαίνεται να είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως), ενώ πιθανότατα θα χρεωθούν ελλείψεις.

Περιορισμένη ή εκτεταμένη, η επιφάνεια των καμένων προκαλεί ήδη τα ερωτήματα και τη συζήτηση της επόμενης ημέρας. Είμαστε ικανοποιημένοι για την πρόνοια που επιφυλάσσουμε στην πολιτιστική μας κληρονομιά; Υπάρχει περιθώριο να εκσυγχρονιστούν τα συστήματα πυροπροστασίας στους διάσπαρτους ανά την επικράτεια αρχαιολογικούς χώρους; Η καλύτερη απάντηση που διαθέτουμε απέναντι στην αβεβαιότητα των φυσικών φαινομένων είναι η πρόληψη. Η 30ή Αυγούστου για τις Μυκήνες δεν είναι το τέλος του καλοκαιριού. Είναι μία ημέρα όπως οποιαδήποτε άλλη, κατά την οποία οι φορείς προστατεύουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς.

Από τον Αύγουστο του 2007, όταν κάηκε ο Κρόνιος Λόφος στην Ολυμπία, με το σύστημα πυρόσβεσης εκτός λειτουργίας, έχει περάσει ικανός χρόνος για να εντείνουμε τις προσπάθειες. Εάν επαναπαυόμαστε στη λογική «φτηνά τη γλιτώσαμε» κάθε φορά που οι φλόγες θολώνουν την εικόνα, η αντίστροφη μέτρηση θα είναι αμείλικτη. Θα βουλιάξουμε, κατά τον σεφερικό στίχο στις «Μυκήνες» (1935). Οχι επειδή σηκώσαμε τις μεγάλες πέτρες. Αλλά επειδή τις εγκαταλείψαμε. «Τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μας».