Τις ημέρες μετά την πυρκαγιά στις Μυκήνες οι αναγνώστες ίσως και να συγχώρησαν ορισμένους αυτοματισμούς που συνόδευαν φωτογραφίες των καμένων με στίχους ποιητών ή αποσπάσματα ξένων περιηγητών. Η αξία, ωστόσο, που έχει ο συγκεκριμένος χώρος για την ποιητική δημιουργία και τη λογοτεχνική έμπνευση είναι κοινός τόπος. Στον Γιώργο Σεφέρη, για παράδειγμα, είναι αυταπόδεικτη η σύνθεση ιστορικού-μυθικού παρελθόντος και ελληνικού τοπίου, ώστε να αναδεικνύεται ποιητικά το παρόν. Αυτό αντανακλούν οι «Μυκήνες», το δεύτερο τοπωνυμικό ποίημα από τη «Γυμνοπαιδία» (1936, Νέα Γράμματα), που προέρχεται από επίσκεψη του ποιητή: «Είδα μέσα στη νύχτα / τη μυτερή κορυφή του βουνού / είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο / με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού / είδα, γυρίζοντας το κεφάλι / τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες / και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή / αρχή και τέλος / η τελευταία στιγμή·/ τα χέρια μου». Και λίγους στίχους παρακάτω οι αναφορές στον ελληνικό κύκλο αίματος, τον φόνο του Αγαμέμνονα και τον Αισχύλο («Ανεξάντλητη προφύρα») και τις Ερινύες («Σεμνές»):  «Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ / που ακολούθησα τόσες φορές / το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο / από το σκοτωμένο στην πληρωμή / κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο, / ψηλαφώντας / την ανεξάντλητη πορφύρα / το βράδυ εκείνο του γυρισμού / που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές / στο λιγοστό χορτάρι – / είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές / πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά/  τη μοίρα μας».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ