Οι αντιδράσεις που προκάλεσε χθες το βράδυ η ανακοίνωση του ΓΓ του ΝΑΤΟ για την έναρξη τεχνικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας με σκοπό τη στρατιωτική αποκλιμάκωση στην ανατολική Μεσόγειο δείχνουν πόσο δύσκολο είναι να αποκατασταθεί ένας δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες εν μέσω του κλίματος τοξικότητας και δυσπιστίας που έχει δημιουργήσει η τουρκική προκλητικότητα.

Ελληνικές διπλωματικές πηγές διέψευδαν την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας και επέμεναν ότι συνομιλίες υπό το κράτος απειλών, εκβιασμών και διεκδικήσεων δεν είναι δυνατόν να διεξαχθούν. Η Τουρκία, από την πλευρά της, θεωρεί απαράδεκτο να της ζητείται να παραιτηθεί από όλα τα «δικαιώματά» της και να σταματήσει κάθε είδους δραστηριότητα προκειμένου να ξεκινήσει ο διάλογος. Το αδιέξοδο μοιάζει πλήρες.

Παρ’ όλα αυτά, είναι φανερό ότι κάτι κινείται. Η προχθεσινή παρέμβαση του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών ο οποίος ζήτησε μείωση των εντάσεων, η χθεσινή τηλεφωνική επικοινωνία της καγκελαρίου Μέρκελ με τον Ερντογάν, ακόμη και η βιαστική ανακοίνωση του Γενς Στόλτενμπεργκ, δείχνουν την πρόθεση να δημιουργηθούν μηχανισμοί αποκλιμάκωσης. Οι μηχανισμοί αυτοί είναι αναγκαίοι για να μειωθεί, σε πρώτη φάση, ο κίνδυνος ατυχημάτων στην εύφλεκτη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Και να ξεκινήσουν, σε δεύτερη φάση, ουσιαστικές συνομιλίες ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα με στόχο την προετοιμασία μιας προσφυγής στη Χάγη.

Εστω και σε επίπεδο προθέσεων, φαίνεται λοιπόν ένα φως στο βάθος του τούνελ. Το φως αυτό δεν πρέπει να σβήσει. Η ευκαιρία πρέπει να αξιοποιηθεί. Αλλά αυτό αποτελεί πρωτίστως ευθύνη του Ερντογάν.