Από το ταμπούρι, το πολιτικό πολυβολείο βάλλει κατά του εχθρού. Τα non papers αποτελούν τα επιθετικά στερεότυπα για να βρεις κατακέφαλα τον αντίπαλο. Αναπόδεικτος λόγος που προϋποθέτει τον ακόλουθο – αναγνώστη. Εναν αναγνώστη που είναι μαζί σου, ό,τι και να γίνει. Που δεν ακούει, δεν διαβάζει, δεν αμφιβάλλει, αλλά πιστεύει, ακολουθεί, πλειοδοτεί. Στην όχθη των «άλλων», το ίδιο. Εφόσον το «μέσον είναι το μήνυμα» κατά τον τεχνολογικό ντετερμινιστή προφήτη ΜακΛούαν, η ποιότητα του εκφραστικού εργαλείου θεμελιώνει έναν ποιοτικά ισοδύναμο ισχυρισμό. Απέναντι στο βωμολοχικό ή ανόητο πολιτικό «επιχείρημα» τι υπάρχει; Η «απέναντι» πλευρά, η απέναντι λογική, αισθητική, μεθοδολογία δεν βρίσκεται στα παρεμφερή χαρακώματα λάσπης, αλλά προσπαθεί να σταθεί στη δειλή, καταπιεσμένη, αντιδελεαστική, μη δημοφιλή αναζήτηση τεκμηρίωσης και λογικά διαρθρωμένης επιχειρηματολογίας. Το πρόβλημα ποιότητας και λογικού βάθους δεν θεμελιώνεται μόνο στον συνήθη λόγο, στις ποικίλες συναισθηματικές επικλήσεις, ούτε στις ιδεολογικές παρακαταθήκες, αφού αυτά χρησιμοποιούνται μόνο ως πρόφαση για να κλείνονται δουλειές και να κερδίζεται ισχύς. Θεμελιώνεται στον πορώδη και εν τέλει ιδεολογικά άμορφο χαρακτήρα των κομμάτων, ως πυκνωτών κουλτούρας. Ενα κόμμα π.χ. εμφανίζεται ως η δύναμη που εκπροσωπεί την ελεύθερα αναπτυσσόμενη αγορά. Προσπαθεί να υιοθετήσει ένα «νεοφιλελεύθερο» λεξιλόγιο, ωσάν να ανακεφαλαιώνει μια παραγωγική συνθήκη όπως της Silicon Valley ή της Wall Street. Παράγουν οι υπερεταιρείες του «πληροφορικού», χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και το κράτος παίρνει μέρος της υπεραξίας ως ρυθμιστής. Στον τόπο μας, ως γνωστόν, δεν υπάρχουν ούτε μεγα-εταιρείες και πληροφορικό σφρίγος, ούτε καν αναπτύσσεται άλλο παραγωγικό «προστάδιο» του βιομηχανικού καπιταλισμού (συναρμολόγηση αυτοκινήτων, ναυπήγηση ή οικοδομή). Στην έρημη χώρα (με τις ελάχιστες εξαιρέσεις σοβαρών επιχειρήσεων και το διεθνοποιημένο εφοπλιστικό κεφάλαιο), μπορούμε να επικαλούμαστε ένα άδειο ιδεολογικό πουκάμισο (τον νεοφιλελευθερισμό) που αντιστοιχεί στα καφέ, τα σουβλατζίδικα και την αγορά (εισαγόμενων) τροφίμων. Η λεγόμενη φιλελεύθερη κουλτούρα επίσης, με διαφορετική αρχιτεκτονική θέσεων (κοινωνική πρόνοια, δίπλα στην αγορά), ή ο δικαιωματισμός, πάλι είναι πουκάμισα αδειανά. Ο δημόσιος διοικητικός χώρος είναι ιδιωτικοποιημένος, αφού αποτελείται από υποκειμενισμούς υπαλλήλων, κομματικές εύνοιες, κλειστά δίκτυα ευνοούμενων εργοληπτών. Η κατ’ όνομα ελληνική αγορά, που αποτελείται από συγκεντρωτικές δομές φίλων, μπορεί να έχει τη λιμπεραλιστική ή ουμανιστική ρητορική στον αφρό, δεν εννοεί τίποτα, γιατί δεν δεσμεύεται από κανένα παραγωγικό σχηματισμό. Οπως μιλούσε για σοσιαλισμό τη δεκαετία του ’80 εννοώντας τον πατερναλιστικό κρατισμό, έτσι σήμερα μιλάει για αγορά και εννοεί τη σύμβαση ενός καπάτσου συνεργείου με το κράτος. Συντριπτική ψευδοπαραγωγή, γηραλέα ομοιογένεια. Να εντοπίσω και ένα «ψευδο-απέναντι». Μια ευπρεπή πολιτική και κειμενογραφική ουδετερότητα, που ψάχνει έδαφος στις κοινοτοπίες και την πολιτική ορθότητα, ώστε να μην κινδυνεύει. «Να γίνουμε άνθρωποι. Να μιμηθούμε τους ξένους. Ορθά η (εκάστοτε) κυβέρνηση προσπαθεί» κ.λπ. Ενας λόγος νομιμόφρονος, υπερπροστατευμένου γιου. Τριπλό πρόβλημα: άπρακτη παραγωγικά χώρα, άλογος πολιτικός λόγος και κυρίως μια αδυσώπητη σύγκρουση κομματικών σωλήνων. Κάπου, ανάμεσα στα στερητικά «άλφα», κυλάει η αληθινή ζωή και οι άνθρωποι που την κατοικούν.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ