Από τις αρχές του χρόνου η Ελλάδα μετράει κρίσεις. Από την υγειονομική μέχρι τη μόνιμα παρούσα κρίση του Προσφυγικού. Και από τις πλημμύρες στην Εύβοια ή τις πυρκαγιές του καλοκαιριού μέχρι την κακοκαιρία «Ιανός», η οποία πλήττει ήδη αρκετές περιοχές. Κρίσεις που δεν διαδέχονται απλά η μία την άλλη, εξελίσσονται ταυτόχρονα.
Αν κάτι μαρτυρούν όλες οι παραπάνω έκτακτες συνθήκες, αυτό είναι την ανάγκη το ελληνικό κράτος να εκσυγχρονιστεί σε δομές και διαδικασίες προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την ίδια στιγμή πολλές και διαφορετικές προκλήσεις. Οχι μόνο όσες, δυστυχώς, θα πρέπει να περιμένουμε να πολλαπλασιάζονται από εδώ και πέρα – όπως εκείνες που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή -, αλλά και όσες μάθαμε με τον δύσκολο τρόπο – όπως η πανδημία – πως ενδέχεται να αλλάξουν δραματικά την καθημερινότητά μας.
Η αναβάθμιση του γενικού γραμματέα Πολιτικής Προστασίας σε υφυπουργό Πολιτικής Προστασίας και Διαχείρισης Κρίσεων ήταν ένα σωστό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση – υπό την έννοια πως απαιτείται κεντρικός σχεδιασμός και συντονισμός στο υψηλότερο επίπεδο, εκείνο της κυβέρνησης. Από μόνη της όμως δεν αρκεί. Θα παραμείνει μια συμβολική κίνηση στην περίπτωση που δεν αναβαθμιστούν τεχνικά και δεν στελεχωθούν με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό οι δομές που καλείται να καθοδηγήσει ο υφυπουργός προκειμένου το κράτος να προσφέρει στους πολίτες μία από τις σημαντικότερες υπηρεσίες του: την προστασία της ζωής και της περιουσίας τους – για την οποία πληρώνουν, άλλωστε, σεβαστό ποσοστό φόρων κάθε χρόνο.
Στα τέλη Ιουλίου ο Πρωθυπουργός είχε επισκέφθηκε το νέο κτίριο της Πολιτικής Προστασίας στο Μαρούσι για την παρουσίαση του προγράμματος «ΑΣΠΙΔΑ», με το οποίο κυβερνητικές πηγές έλεγαν τότε πως θα επενδυθούν σε βάθος επταετίας 2,167 δισ. ευρώ στην ασφάλεια των πολιτών. Το ζητούμενο είναι τα συγκεκριμένα κονδύλια να αυξηθούν και να χρησιμοποιηθούν με τον αποδοτικότερο τρόπο. Ο σύγχρονος κρατικός μηχανισμός είναι παρακαταθήκη για τη χώρα.