Την άνοιξη που μας πέρασε, στο πρώτο κύμα της πανδημίας, τα πράγματα ήταν σχετικά απλά. Οι επιστήμονες συνεδρίαζαν και διατύπωναν τις προτάσεις τους στην κυβέρνηση, η οποία στη συνέχεια τις ανακοίνωνε στους πολίτες. Η γραμμή ήταν μία. Η γλώσσα, επίσης. Οποιαδήποτε διαφωνία υπήρχε, και υπήρχαν αρκετές, έμενε πίσω από κλειστές πόρτες.
Οσο περνούσε ο καιρός, και αυξάνονταν οι γνώσεις μας για τον φονικό κορωνοϊό, τόσο διευρυνόταν η συζήτηση. Και σήμερα που φαίνεται να μπαίνουμε πια κανονικά στο δεύτερο κύμα, υπάρχει πλέον μια πανσπερμία απόψεων. Τη μια μέρα αποκλείονται τα τοπικού χαρακτήρα μέτρα, την άλλη επανέρχονται. Ενας επιστήμονας χαρακτηρίζει πολύ πιθανό ένα νέο εθνικό λοκντάουν, η κυβέρνηση δεν το θεωρεί ακόμη αναγκαίο. Ο ίδιος υπουργός που ζητεί ευλαβική τήρηση των μέτρων τα παραβιάζει επειδή θέλει να δείξει τον σεβασμό του στην Εκκλησία.
Το μόνο βέβαιο είναι η επέλαση του ιού, με τα κρούσματα να ανεβαίνουν κάθε τόσο εκατοντάδα και τους γιατρούς να προειδοποιούν ότι τα νοσοκομεία δέχονται ισχυρές πιέσεις. Ανάλογη είναι η εικόνα και στον υπόλοιπο κόσμο: ακόμη και η Σύνοδος Κορυφής που θα ξεκινούσε αύριο αναβλήθηκε, με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να μπαίνει σε καραντίνα.
Σε αυτό το κλίμα, έχει μεγάλη σημασία να υπάρχει καθαρή και ενιαία γραμμή από την πολιτική και επιστημονική ηγεσία. Οπως και να υπάρχει αυστηρή πειθαρχία και αυτοπειθαρχία από τον πληθυσμό. Μέχρι να κυκλοφορήσει ένα αποτελεσματικό, ασφαλές και αξιόπιστο εμβόλιο, δεν δικαιολογείται κανείς εφησυχασμός, δεν νοείται καμιά χαλάρωση.