Ενας 25χρονος, μάλλον παχύσαρκος, προσχηματικός φοιτητής, οχυρωμένος στον εαυτό του για να προστατευθεί από τις επιθέσεις της πραγματικότητας, επιβιβάζεται στο τρένο για μια πόλη όπου υποτίθεται πως θα παρακολουθήσει ένα σεμινάριο. Η διαδρομή είναι γνωστή, την κάνει συχνά. Ωστόσο, ένα από τα πολλά ελβετικά τούνελ τού μοιάζει ατελείωτο. Αρχίζει να διερωτάται τι δεν πάει καλά, ενώ οι συνεπιβάτες του συνεχίζουν αμέριμνοι τις δραστηριότητές τους: μια κοκκινομάλλα διαβάζει το μυθιστόρημά της, ένας μεσήλικος παίζει σκάκι με αντίπαλο τον εαυτό του, το βαγκόν ρεστοράν ηχεί από ποτήρια και μαχαιροπίρουνα. Ο νεαρός καπνίζει αγωνιωδώς τα πούρα του όπως ο Χανς Κάστορπ του Τόμας Μαν στο «Μαγικό βουνό». Κάποια στιγμή κι ενώ φως στο τούνελ δεν φαίνεται, ο νεαρός αναζητεί τον προϊστάμενο της αμαξοστοιχίας που αποδεικνύεται με τα πολλά ότι ανησυχεί εξίσου με εκείνον. Μαζί αναζητούν τον μηχανοδηγό, σύρονται ως την αρχή της αμαξοστοιχίας, αλλά ο οδηγός μοιάζει να την έχει κοπανήσει. Η ταχύτητα του ακυβέρνητου τρένου αυξάνει διαρκώς, η κλίση μεγαλώνει κι αίφνης βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση μες στο σκοτάδι του τούνελ. «Τι θα κάνουμε;» κραυγάζει ο προϊστάμενος και ο νεαρός, παντελώς απροστάτευτος πλέον από την έξω πραγματικότητα, έρμαιο του κοινωνικού πεπρωμένου, απαντά με μακάβρια ιλαρότητα: «Τίποτα».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ