Η δημοκρατία δηλητηριάζεται με πολλούς τρόπους. Με πραγματικό δηλητήριο (Ρωσία) και με το δηλητήριο του λαϊκισμού (μέγα πλήθος χωρών και προσώπων). Από τους εχθρούς της, εκλεγμένους (Τραμπ, Πούτιν, Ερντογάν, Μπολσονάρο κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ.) και μη (Σι αλλά και πάλι Τραμπ, που είναι εκλεγμένος μεν, ηττημένος στην κάλπη δε), αλλά και εκ των έσω, από τους «φίλους» ή ακόμα και τους λειτουργούς της (δικαστές που υποτάσσονται στην εξουσία, Τύπο που δεν ψάχνει, πολιτικά κόμματα που διαστρέφουν τον ρόλο τους). Συνειδητά (με προπαγάνδα, εκστρατείες στο Διαδίκτυο, κρατική καταστολή) ή ανεπαίσθητα (φόβος, έλλειψη αντανακλαστικών, κόπωση και κυρίως εκπαιδευτική και πολιτιστική έκπτωση). Με τα όπλα (Λευκορωσία, Χονγκ Κονγκ, Βενεζουέλα) ή με το συχνά ισχυρότερο από τα όπλα εργαλείο του λόγου. Υπάρχει το άμεσο δηλητήριο, αυτό που βλέπουμε, ή μπορούμε να αντιληφθούμε, αν παίξουμε ορθά τον ρόλο του πολίτη, κι ένα πιο έμμεσο, που φθείρει τους θεσμούς από μέσα, τους αφαιρεί υπόσταση και αξιοπιστία. Το Κράτος Δικαίου, για να σταθούμε στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, υπονομεύτηκε όχι μόνο από τον τρόπο που στήθηκε η «υπόθεση Novartis», το ελληνικό Γουότεργκεϊτ, αλλά και από τις πολλαπλές παρανομίες που χαρακτήρισαν τη «δίωξη Παπαντωνίου». Το πολιτικό σύστημα πληγώθηκε όχι μόνο από τη δράση της Χρυσής Αυγής, αλλά και (φυσικά σε διαφορετική κλίμακα) από την αυτοκτονία της ΔΗ.ΜΑΡ.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ