Από τον περασμένο Φεβρουάριο, αρχής γενομένης με την απόπειρα της προσφυγικής «εισβολής» στον Εβρο και κατόπιν με τη διαχείριση του κορωνοϊού και της πανδημικής κρίσης, είναι ξεκάθαρο ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη διάγει έναν δεύτερο μήνα του μέλιτος. Προκύπτει από όλες τις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν και επιβεβαιώνουν μια συντριπτική υπεροχή της κυβερνητικής πλειοψηφίας, παράλληλα με την αδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να βρει τον δικό της βηματισμό. Η εσωστρέφεια που καθηλώνει τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απόρροια και του δημοσκοπικού κλίματος. Με πολιτικούς όρους, η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να κάνει πολλά για να διατηρήσει τη θέση ισχύος. Αρκεί που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα οι άλλοι, ώστε να ορθώσουν εμπόδια στον σχεδιασμό της.
Αλλά σε αυτό το σημείο κρύβεται και η μεγάλη παγίδα. Μία κυβέρνηση που θα επαναπαυθεί στις μικρές ή μεγάλες επιτυχίες της και στην πολιτική υπεροπλία κινδυνεύει να πέσει θύμα του εαυτού της. Γιατί η εμπειρία επίσης δείχνει ότι στην πολιτική δεν συγχωρείται η αδράνεια, όπως και οι αστοχίες ή παραλείψεις που αφήνονται να ανοίγουν πληγές. Από τις δημοσκοπήσεις είναι επίσης σαφές ότι οι πολίτες κρίνουν και αξιολογούν δράσεις και συμπεριφορές. Οπως δεν θα σταματήσουν να επιζητούν λύσεις στα προβλήματα της λεγόμενης καθημερινότητας, που είναι εν τέλει τα μεγάλα προβλήματα της δικής τους ζωής. Αποτυχίες και λάθη δεν περνούν απαρατήρητα – και φθείρουν αργά, αλλά σταθερά. Ο Πρωθυπουργός με την αντίδρασή του στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο έδειξε ότι έχει πλήρη γνώση της γενικότερης εικόνας. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι να δει συνολικά η κυβέρνηση πίσω από τις δημοσκοπήσεις – που έχουν κι αυτές αρχίσει να προειδοποιούν.