Είναι προφανές ότι διανύουμε μια εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και είναι επίσης δεδομένο ότι, παρά τις συνεχείς προκλήσεις, η Ελλάδα απορρίπτει τα σενάρια στρατιωτικής εμπλοκής.
Αντιθέτως, από τη μεριά μας έχει διατυπωθεί ανοιχτά η διάθεση να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος με την Τουρκία, σενάριο που υποστηρίζεται σθεναρά από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ.
Το γεγονός ότι η οικονομικά αποδυναμωμένη και πολιτικά ανασφαλής κυβέρνηση Ερντογάν απαντά θετικά αλλά δεν παύει, παρ’ όλα αυτά, να προκαλεί, λειτουργεί, καταφανώς, εναντίον της. Διότι μπορεί διάφορες διπλωματικές διεργασίες, όπως, για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές κυρώσεις, να μη γίνονται στις ταχύτητες ή τις ρητορικές εντάσεις που θα ικανοποιούσαν την ελληνική κοινή γνώμη, ωστόσο όλο αυτό το διάστημα: α) συνομιλητές και σύμμαχοι της Τουρκίας τής στέλνουν αποδοκιμαστικά μηνύματα, με το να επισκέπτονται την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή χωρίς να τη συμπεριλαμβάνουν στα προγράμματά τους και β) υιοθετούν ρητώς την άποψη πως η συμπεριφορά της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο απάδει προς τις αρχές του διεθνούς δικαίου και των συμμαχιών της. Κι οι αποδοκιμασίες αυτές εντείνονται όσο εμπεδώνεται στη διεθνή κοινότητα η διαφορά στάσης των δύο χωρών.
Είναι αλήθεια ότι κάποιες δημοφιλείς μεγαλοστομίες ακούγονται όντως πιο ευχάριστες σε έναν λαό που αισθάνεται, πολύ συχνά, αδικημένος. Ας αποφασίσουμε όμως τι θέλουμε. Αν επιθυμούμε να συνεχίσουμε στον δρόμο της υπευθυνότητας και της αποφυγής της αναμέτρησης στρατιωτικής ισχύος, η επιμονή και η υπομονή μας αποδεικνύεται εν τοις πράγμασι ότι λειτουργούν υπέρ μας, για μια υπόθεση που δεν μοιάζει με σπριντ ταχύτητας αλλά με αγώνα αντοχής.