Οι Κύπριοι το ήξεραν από καιρό. Οι εκλογές της Κυριακής στα Κατεχόμενα ήταν κάτι παραπάνω από κρίσιμες. Το αποτέλεσμά τους θα καθόριζε αν ο Ερντογάν θα έμενε – για να το θέσουμε όπως οι ίδιοι το έθεταν – στα πόδια τους ή θα έφευγε. Θα καθόριζε, δηλαδή, αν θα διαμόρφωναν το μέλλον της Κύπρου οι δύο κοινότητες του νησιού μόνες τους ή θα παρενέβαινε σε αυτό ο τούρκος πρόεδρος. Η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε ποντάρει πολλά στις δυνατότητες συνεννόησης με τον Μουσταφά Ακιντζί, αλλά και στις κόντρες του τελευταίου με την Αγκυρα. Πλέον όμως τα πράγματα έχουν τουλάχιστον μπερδευτεί.
Με την εκλογή του εκλεκτού του σουλτάνου, Ερσίν Τατάρ, πολλοί εκτιμούν ότι ο έλεγχος των Κατεχομένων από την Τουρκία θα γίνεται πια χωρίς καν να τηρούνται τα προσχήματα. Αλλωστε, τους φόβους τούς έχει ήδη ενισχύσει ο νέος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, ο οποίος μίλησε αμέσως μετά τη νίκη του κατά της ομοσπονδίας και της υπέρ της λύσης δύο κρατών.
Τα νέα δεδομένα κάνουν επιτακτική την ανάγκη Αθήνα και Λευκωσία να συνεργαστούν στενά προκειμένου να επεξεργαστούν προσεκτικά τις κινήσεις τους για την επόμενη ημέρα του Κυπριακού. Οι δύο πρωτεύουσες οφείλουν να χαράξουν μια πολιτική αποφασιστικότητας με νέες συμμαχίες – στα πρότυπα της τριμερούς με την Αίγυπτο.
Η Κομισιόν ζήτησε χθες από τον Τατάρ «να ξεκινήσει διάλογο με εποικοδομητικό τρόπο και με αίσθηση του επείγοντος, με σκοπό την επίτευξη συνολικής διευθέτησης και επανένωσης του νησιού». Επειδή όμως η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει πως όταν έχει κανείς απέναντί του – στην πραγματικότητα – τον Ερντογάν οι προτροπές αυτού του είδους δεν αρκούν, έχει έρθει η ώρα για μια πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο. Μια εξωτερική πολιτική που θα διασφαλίζει τα εθνικά τους συμφέροντα.