Η κριτική είναι θεμιτή, χρήσιμη και αναγκαία. Οχι προς τους επιστήμονες: αυτοί διαβάζουν, παρακολουθούν, συζητούν, κρίνουν, ψηφίζουν, προτείνουν – αλλά δεν αποφασίζουν. Τις αποφάσεις, αφού ακούσει τους επιστήμονες, τις λαμβάνει η κυβέρνηση και εν τέλει ο Πρωθυπουργός. Εκείνοι λοιπόν μπορεί και πρέπει να δέχονται κριτική για τις όποιες καθυστερήσεις, τα λάθη ή τις αστοχίες τους στη διαχείριση αυτής της κρίσης.
Από τη στιγμή όμως που λαμβάνεται μια τόσο σοβαρή απόφαση όπως ένα εθνικό λοκντάουν, είναι κυριολεκτικά ζωτικής σημασίας η αυστηρή εφαρμογή της. Οταν κινδυνεύουν ανθρώπινες ζωές, δεν χωρούν αντιρρήσεις ιδεολογικού, αντιπολιτευτικού ή συνωμοσιολογικού χαρακτήρα. Είτε μας αρέσει είτε όχι – και σε ποιον αρέσει η στέρηση βασικών ελευθεριών του; – πρέπει να τηρήσουμε σχολαστικά τα μέτρα. Για να προστατεύσουμε τόσο τη δική μας ζωή όσο και τις ζωές των άλλων. Των ηλικιωμένων, των αδύναμων, των ευάλωτων, αλλά και εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους άτρωτο. Γιατί αν μάθαμε κάτι από αυτή την πανδημία, είναι ότι ο κορωνοϊός δεν κάνει διακρίσεις. Κι αν τα συμπτώματα στους ανθρώπους μικρότερης ηλικίας είναι πιο ελαφρά, κανείς δεν ξέρει τι χαρακτήρα έχουν οι πιο μόνιμες βλάβες.
Ενας από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στη δεύτερη καραντίνα είναι η υποτίμηση του εχθρού. Και η χαλάρωση της προσοχής μας όταν έδειχνε να κοπάζει το πρώτο κύμα. Νομίζαμε ότι η θάλασσα ηρέμησε και επικράτησε νηνεμία. Αλλά το δεύτερο κύμα ερχόταν ορμητικά από μακριά. Αργήσαμε να το δούμε, κι ας είχαμε προειδοποιηθεί. Και τώρα δεν έχουμε πια την πολυτέλεια της ανταλλαγής επιχειρημάτων. Βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ψυχραιμία λοιπόν. Εμπιστοσύνη στους επιστήμονες. Και πειθαρχία στους κανόνες. Πρέπει να βγούμε όρθιοι και από αυτή τη δοκιμασία. Στη συνέχεια θα έχουμε όλο τον καιρό να τσακωθούμε.