To μέρος των απομνημονευμάτων του Μπαράκ Ομπάμα που δημοσιεύουν σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», και αφορά τις σκέψεις και τις παρεμβάσεις του για τη σωτηρία της Ελλάδας, είναι συναρπαστικό. Οχι μόνο επειδή ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ αποτελεί μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Αλλά και επειδή μέσα από τις αναμνήσεις του αναδεικνύεται για άλλη μια φορά το χάσμα ανάμεσα στην κεϊνσιανή αμερικανική σχολή, που στη διάρκεια της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης υποστήριζε πολιτικές τόνωσης της οικονομίας, και τη συντηρητική ευρωπαϊκή σχολή, η οποία ήταν προσανατολισμένη αποκλειστικά στη λιτότητα.
Το 2010, ο Ομπάμα φοβόταν ότι μια ελληνική χρεοκοπία, που θα συνοδευόταν ενδεχομένως και από το Grexit, θα προκαλούσε ένα σοκ εξίσου άσχημο ή και χειρότερο από αυτό που είχαν μόλις περάσει οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η σταθεροποίηση της Ελλάδας, γράφει στα απομνημονεύματά του, είχε γίνει ξαφνικά «μια από τις κορυφαίες προτεραιότητες της οικονομικής και της εξωτερικής μας πολιτικής». Ασκησε έτσι πίεση για τη διαμόρφωση ενός πακέτου διάσωσης που θα ηρεμούσε τις αγορές και θα επέτρεπε στην Ελλάδα να αποπληρώσει τα χρέη της. Αλλά πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με κυρίαρχη τη Γερμανία, δεν ήθελαν μόνο την επίλυση της κρίσης. Ηθελαν και την τιμωρία της Ελλάδας.
Χρειάστηκε επίμονη προσπάθεια για να πειστεί η Ευρώπη να συμφωνήσει αφενός σε ένα κοινό δανειακό πακέτο ΕΕ-ΔΝΤ που θα έδινε μια διέξοδο στην Ελλάδα και αφετέρου σε ένα αξιόπιστο δημοσιονομικό «τείχος προστασίας» που θα έστελνε το μήνυμα στις αγορές ότι σε μια έκτακτη κατάσταση η ευρωζώνη θα στήριζε τα χρέη των μελών της. Τα θεμελιώδη προβλήματα της Ευρώπης δεν λύθηκαν, γράφει ο Ομπάμα. Απενεργοποιήθηκε όμως τουλάχιστον προσωρινά μια βόμβα.
Καλό είναι να αποκομίσει η Ευρώπη τα κατάλληλα διδάγματα από αυτή την ιστορία. Γιατί αν γλίτωσε από τον Τραμπ, στην επόμενη κρίση μπορεί να μην έχει ως συνομιλητή της έναν πολιτικό αντίστοιχο του Ομπάμα.