Ανήκω σε μια γενιά που μεγάλωσε στην επαρχία σε δύσκολους καιρούς, ως έφηβος που επιζητούσε, όπως και πολλοί συνομήλικοί μου, γνώση. Για πολλούς από μας, παιδιά υπαλλήλων ή τεχνητών ή μικροεμπόρων δεν υπήρχε άλλη προοπτική ζωής και επιβίωσης από το δίλημμα, ή να ακολουθήσουμε τη δουλειά του πατέρα μας ή να σπουδάσουμε μιαν επιστήμη. Πολλοί αξιόλογοι συμμαθητές μου ακολούθησαν το πατρικό επάγγελμα, κυρίως τα παιδιά εμπόρων ή μεταπρατών. Αυτονόητα τα παιδιά γιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, φαρμακοποιών, εκπαιδευτικών (όπως κι εγώ) φιλοδοξούσαμε να σπουδάσουμε, είτε για να διαδεχτούμε τον πατέρα μας σε ένα γραφείο, ιατρείο ή εργαστήριο, είτε να επιλέξουμε άλλον επιστημονικό κλάδο που θα μπορούσε να καλύψει επιστημονικά κενά στην πόλη μας ή σε γειτονικές κωμοπόλεις ή ακόμη και σε κοντινά χωριά. Θυμάμαι ότι κάποιοι συμμαθητές μου έγιναν νομικοί για να εξελιχθούν, είτε σε δικαστές, είτε σε συμβολαιογράφους. Στις αρχές του ’50, μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την αμερικανική οικονομική βοήθεια οργίασε η οικοδομή και το εισαγωγικό εμπόριο, χρυσές δουλειές για τους συμβολαιογράφους που, συχνά, έχοντας έδρα την πρωτεύουσα του νομού, διατηρούσαν και γραφείο με υπάλληλο και στις γύρω κωμοπόλεις, ώστε να καλύπτουν τις συμβολαιογραφικές υπηρεσίες σε μια κοινωνία που αναπτυσσόταν γοργά και, βέβαια, άτσαλα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ