Oι Ηνωμένες Πολιτείες είναι, ως γνωστόν, η χώρα όπου, αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ξέρεις σε ποιον να τηλεφωνήσεις αν χρειάζεσαι κάτι. Είναι επίσης η χώρα που χαρακτηρίζεται από τη συνέχεια της εξωτερικής της πολιτικής. Οι αποφάσεις που θα λάβει έτσι ο απερχόμενος πρόεδρος Τραμπ μέχρι την ημέρα που θα παραδώσει την εξουσία, όπως η επιβολή νέων κυρώσεων κατά της Κίνας, δεν θα ανατραπούν, σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο, από τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Μπάιντεν.
Η ίδια αυτή εξωτερική πολιτική δεν θα μπορούσε όμως να μην πέσει θύμα της αλλοπρόσαλλης στάσης που κράτησε ο Ντόναλντ Τραμπ σε όλα τα επίπεδα. Η σχέση του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν σε γενικές γραμμές προνομιακή. Ο αμερικανός πρόεδρος δεν έκρυψε ποτέ τον θαυμασμό του για τον τούρκο ομόλογό του. Επανειλημμένα μάλιστα τον «ξελάσπωσε», όπως αναφέρει ο Τζον Μπόλτον στο βιβλίο του «Το δωμάτιο όπου συνέβη». Χωρίς να λείπουν βέβαια και οι εντάσεις ανάμεσά τους, με αφορμή τον Φετουλάχ Γκιουλέν ή τον πάστορα Μπράνσον.
Η προχθεσινή σύγκρουση του Μάικ Πομπέο με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην τηλεδιάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, όσο βίαιη κι αν ήταν, δεν αλλάζει τα δεδομένα. Ούτε σηματοδοτεί κάποια αλλαγή στάσης της Ουάσιγκτον απέναντι στην Αγκυρα. Ο Τζο Μπάιντεν δεν συμπαθεί γενικά τους αυταρχικούς ηγέτες. Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής του δεν θα είναι προσωποκεντρική ούτε παρορμητική. Ο γενικός της προσανατολισμός όμως δεν θα διαφέρει από εκείνον που χαρακτήριζε τις περισσότερες αμερικανικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Μαζί με την κανονικότητα, θα επιστρέψει και η συνέχεια.