Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι η συνταγματική δημόσιου σκοπού πρόβλεψη του κράτους να λαμβάνει μέριμνα για τη δημόσια υγεία επιτρέπει να διαγράφονται από τους παιδικούς σταθμούς και τα νηπιαγωγεία τα παιδιά, σε περίπτωση κατά την οποία οι γονείς αρνούνται να τα εμβολιάσουν. Και πολύ σωστά έπραξε.
Γιατί είναι αναγκαίο τα παιδιά να εμβολιάζονται. Οχι μόνο επειδή, όπως αναφέρει το ΣτΕ, «θα αντέκειτο στην αρχή της ισότητας η αξίωση προσώπου να μην εμβολιαστεί, επικαλούμενο ότι δεν διατρέχει ατομικό κίνδυνο, εφόσον διαβιώνει σε ασφαλές περιβάλλον οφειλόμενο στο γεγονός ότι τα άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του έχουν εμβολιαστεί». Αλλά και γιατί η εμπειρία της Covid-19 μάς έχει πια μάθει πόσο επικίνδυνο μπορεί να αποδειχθεί το αντιεμβολιαστικό κίνημα.
Θα έπρεπε, βέβαια, να το είχαμε διδαχθεί πολύ νωρίτερα. Οταν, για παράδειγμα, στις αρχές του 2019 ο ΠΟΥ προειδοποιούσε ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα είναι μια «διεθνής υγειονομική απειλή» με αφορμή την έξαρση της ιλαράς που παρατηρήθηκε παγκοσμίως το 2018. Μια ασθένεια που λογιζόταν από όλους σαν ξεχασμένη – αφού η ανθρωπότητα είχε κατορθώσει να την εξαλείψει εμβολιάζοντας τα παιδιά της – παρουσίασε πριν από δύο χρόνια μια αύξηση της τάξης του 30% σε ολόκληρο τον κόσμο, επειδή πολλοί γονείς αποφάσιζαν να παίξουν εκείνοι τον ρόλο του παιδιάτρου και να λάβουν αποφάσεις χωρίς το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο.
Σύμφωνα με τους γιατρούς τα εμβόλια αποτελούν το πιο σημαντικό επίτευγμα της δημόσιας υγείας αμέσως μετά την εξασφάλιση του πόσιμου νερού. Η επιστήμη εξαφάνισε χάρη στους παιδικούς εμβολιασμούς θανατηφόρες ασθένειες που κάποτε αφάνιζαν εκατομμύρια ανθρώπους, εκατομμύρια παιδιά. Σήμερα που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση είναι ευκαιρία να αποδεχθούμε εκ νέου τα βήματα προόδου που είχαμε κατορθώσει να κάνουμε. Το χρωστάμε στα παιδιά μας. Οπως το χρωστάμε και σε όλα τα υπόλοιπα παιδιά που εκείνα συναναστρέφονται.