Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα σε σχέση με την πιθανότητα επιβολής κυρώσεων στην Τουρκία από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το ένα είναι αν υπάρχει η απαιτούμενη συναίνεση στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η απάντηση είναι αρνητική. Είναι πιθανότερο να αποφασίσει το αμερικανικό Κογκρέσο κυρώσεις στην Αγκυρα για την αγορά των πυραύλων S-400 από το να τιμωρήσει την ερχόμενη εβδομάδα η ΕΕ την κυβέρνηση Ερντογάν για την προκλητική της συμπεριφορά στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Το δεύτερο ερώτημα είναι αν η Ελλάδα επιθυμεί μια τέτοια εξέλιξη. Η απάντηση εδώ φαίνεται να είναι θετική και να περιλαμβάνει όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Σύμφωνα με την άποψη που κυριαρχεί, η απόσυρση του «Ορούτς Ρέις» είναι προσχηματική, ο Ερντογάν κοροϊδεύει την Ελλάδα και την Κύπρο και οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Το ζήτημα είναι τι γίνεται μετά. Ξοδεύοντας για άλλη μια φορά όλες τις δυνάμεις της σε έναν στόχο που μοιάζει μη ρεαλιστικός, η ελληνική κυβέρνηση κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι κλείνει το, μικρό έστω, παράθυρο που ανοίγουν οι κινήσεις της Τουρκίας. Η διπλωματία όμως πρέπει να είναι πολύπλευρη και ευέλικτη. Το καρότο πρέπει πάντα να συνοδεύει το μαστίγιο. Ο καλύτερος τρόπος άλλωστε να αποδείξεις ότι ο συνομιλητής σου είναι ανειλικρινής δεν είναι να τον καταγγείλεις για μια ακόμη φορά, προσπαθώντας παράλληλα να πείσεις και τους άλλους να σε μιμηθούν, αλλά να τον δοκιμάσεις.
Μια απομονωμένη Τουρκία είναι μια επικίνδυνη Τουρκία. Στριμωγμένος λόγω του μεγαλοϊδεατισμού του σε διάφορα μέτωπα, με την οικονομία να διέρχεται βαθιά κρίση και τη δυσαρέσκεια του πληθυσμού να μεγαλώνει, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα σημάνει μοιραία κάποια στιγμή υποχώρηση και θα επιδιώξει λύσεις. Η Ελλάδα πρέπει να είναι εκεί. Επιμένοντας πάντα ότι αυστηρή προϋπόθεση για τη διεξαγωγή οποιουδήποτε διαλόγου είναι ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου.