Πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν ξεπεράσει τη μόλυνση με τον κορωνοϊό παραμένουν, στην πραγματικότητα, άγνωστοι. Περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους που μολύνονται είναι ασυμπτωματικοί – συχνά μάλιστα δεν τους γίνεται διάγνωση. Και είναι αδύνατο να γίνεται πριν από κάθε εμβολιασμό ιολογικός έλεγχος, είναι δεδομένο λοιπόν πως ένα τμήμα του πληθυσμού που θα εμβολιάσουμε θα έχει ήδη μολυνθεί και ξεπεράσει τον ιό. Δεν υπάρχουν προς το παρόν ανοσολογικά στοιχεία που να δείχνουν πως οι άνθρωποι που έχουν υποστεί φυσική μόλυνση δεν θα έπρεπε να εμβολιαστούν, στην πραγματικότητα το εμβόλιο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπενθύμιση, και να ενισχύσει την ανοσολογική απάντηση. Τα περισσότερα εμβόλια γίνονται σε δύο δόσεις: θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη φυσική μόλυνση ως την πρώτη δόση και ως εκ τούτου, στους ανθρώπους που γνωρίζουμε πως είχαν διαγνωσθεί θετικοί στον ιό, να κάνουμε το πρώτο εμβόλιο σαν να ήταν η δεύτερη δόση, μόνο άπαξ. Γνωρίζουμε βέβαια ήδη πως τα αντισώματα που αναπτύσσουν όσοι έχουν νοσήσει μειώνονται με τον καιρό. Στα εργαστήρια έχουν μετρηθεί ποικίλες διάρκειες, από τρεις έως έξι μήνες. Υπάρχουν πολλές διαφορές ανάμεσα στους ασυμπτωματικούς και τους ανθρώπους που νόσησαν βαριά. Και δεν γνωρίζουμε την ποσότητα και την ποιότητα της ανοσολογικής απόκρισης που απαιτείται για την προστασία μας. Με δυο λόγια, αν είχα έναν ηλικιωμένο και εύθραυστο ασθενή, ακόμα και αν είχε αναρρώσει από τη μόλυνση, δεν θα δίσταζα να τον εμβολιάσω. Η ανάπτυξη ενός εμβολίου μέσα σε δέκα μήνες ήταν ένας άθλος που θα καταλήξει στα βιβλία της Ιστορίας. Χάρη στην εξαιρετική ανταπόκριση της επιστήμης έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να νικήσουμε μία πανδημία σε χρόνο-ρεκόρ.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ