Στις χθεσινές συζητήσεις των μόνιμων αντιπροσώπων ετοιμάστηκε ένα προσχέδιο συμπερασμάτων για τη σημερινή Σύνοδο Κορυφής  σύμφωνα με το οποίο η  Ευρωπαϊκή Ενωση θα διευρύνει τον κατάλογο των ατόμων και των επιχειρήσεων από την Τουρκία που θα υποστούν κυρώσεις για τις δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο. Και θα εξετάσει τις επιλογές της τον Μάρτιο.

Μπορεί, λοιπόν, για μια ακόμη φορά να φαίνεται πως η Ενωση θα αποφύγει τις άμεσες ενέργειες κατά της τουρκικής προκλητικότητας – παρότι ο έλληνας Πρωθυπουργός ζήτησε χθες από τα μέλη της ευρωπαϊκής πολιτικής οικογένειας του κόμματός του «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να τηρήσει τις αποφάσεις του (σ.σ.: που πήρε τον Οκτώβριο ) και να στείλει ένα σαφές μήνυμα στην Τουρκία».

Και μπορεί όλα να δείχνουν πως η αντιπολίτευση θα βρει μια νέα ευκαιρία να επιτεθεί στην κυβέρνηση κατηγορώντας τη για διπλωματική αποτυχία. Ηδη, εξάλλου, ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ έχει αιτηθεί η Ελλάδα να απειλήσει με βέτο σήμερα προκειμένου να αποφασιστούν κυρώσεις στη γειτονική χώρα.

Ωστόσο, η διπλωματία είναι μια αέναη μάχη. Δεν είναι επικοινωνιακό σόου διάρκειας 15 λεπτών. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα από την τρέχουσα Σύνοδο – λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις δυσκολίες – στο πλαίσιο μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Να προετοιμάσει σιγά σιγά τον δρόμο προς τους στόχους της υπό το πρίσμα των εθνικών συμφερόντων, όχι των εθνικών δικαίων.

Η εξωτερική πολιτική πρέπει να αποδραματοποιηθεί, να απαλλαγεί από τους όρους τής εντός συνόρων αντιπαράθεσης. Δεν γίνεται κάθε Σύνοδος να αντιμετωπίζεται σαν θρίαμβος ή σαν πανωλεθρία για έναν πολύ απλό λόγο: τίποτα δεν κρίνεται σε μία και μοναδική συνάντηση των ηγετών της ΕΕ.