Γνωρίζαμε από την αρχή πως η κατάσταση δεν είναι κανονική. Ξέραμε, δηλαδή, πως η τουρκική προκλητικότητα, όπως εξελίχθηκε τον τελευταίο χρόνο, λειτουργούσε για την Αγκυρα ως διαπραγματευτικό χαρτί, ως μοχλός εξελίξεων. Ενώ, ωστόσο, αναγνωρίζαμε τη ζημιά που προξενούσε στις σχέσεις των δύο χωρών, στη σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση και στη σταθερότητα της Ανατολικής Μεσογείου, αυτό που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ήταν το οικονομικό κόστος. Γιατί τα όσα εξελίχθηκαν το προηγούμενο διάστημα επιβάρυναν σημαντικά την ελληνική οικονομία.
Ο ακήρυχτος πόλεμος με την Τουρκία μάς κόστισε ακριβά, πιο ακριβά απ’ ό,τι περιμέναμε. Τις εκατό ημέρες που κράτησε η κρίση με το «Oruc Reis», ο ελληνικός στόλος όργωνε το Αιγαίο. Επί έναν μήνα, ο Εβρος είχε γίνει το πεδίο μιας ιδιότυπης απειλής, αναγκάζοντας την Αθήνα να ενισχύσει τα σύνορά της για να αποφύγει την παράνομη είσοδο χιλιάδων μεταναστών. Συνολικά, τα έξοδα έφτασαν τα 100 εκατ. ευρώ προκαλώντας αιμορραγία στην οικονομία, που μόλις πρόσφατα άρχισε να ανακτά ξανά την αξιοπιστία της.
Αυτό είναι κάτι που η Τουρκία γνωρίζει. Ποντάρει στο μεγάλο οικονομικό κόστος που φέρνει η διαρκής επαγρύπνηση, ελπίζοντας πως αυτό θα μειώσει τις ελληνικές αντιστάσεις και θα αναγκάσει την Αθήνα να υπαναχωρήσει από πάγιες θέσεις της. Με άλλα λόγια, θέλει να αναδείξει την οικονομία σ’ ένα επιπλέον μέσο πίεσης προς την ελληνική πλευρά. Η τουρκική στρατηγική αποτελεί μια ακόμα απόδειξη πως η Αγκυρα θα κάνει τα πάντα για να αποφύγει τον διάλογο επί ίσοις όροις που στα λόγια επιθυμεί. Και παράλληλα επιβάλλει την έντονη διπλωματική κινητικότητα από την πλευρά της Αθήνας, ώστε οι διαφορές να επιλυθούν το ταχύτερο δυνατό.