Τoν Μάιο του 2017, η Ανγκελα Μέρκελ έκανε μια δήλωση που προκάλεσε αίσθηση. «Η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται άλλο στους βρετανούς και τους αμερικανούς συμμάχους της», είπε. «Πρέπει να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας».
Σχεδόν τέσσερα χρόνια αργότερα, το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο βρίσκεται εκτός Ευρώπης, αλλά κινδυνεύει και να διασπαστεί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, πάλι, γνωρίζουν έναν βαθύ διχασμό: οι πρωτοφανείς σκηνές που εκτυλίχθηκαν την Τετάρτη στην Ουάσιγκτον παραπέμπουν περισσότερο σε μια λατινοαμερικάνικη μπανανία, παρά στην ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου. Η Αμερική, και ολόκληρος ο πλανήτης, κρατούν την ανάσα τους μέχρι τις 20 Ιανουαρίου, ελπίζοντας ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα καταφέρει σταδιακά να αποκαταστήσει τη χαμένη δημοκρατική κανονικότητα.
Οι υπεύθυνοι για τις εξελίξεις αυτές έχουν ονοματεπώνυμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, ειδικά, καλλιέργησε τα τέσσερα τελευταία χρόνια το μίσος, τον φανατισμό, την πόλωση και τη βία, φτάνοντας στις τελευταίες ημέρες της θλιβερής προεδρίας του να υποκινήσει τους οπαδούς του σε εξέγερση για μια ανύπαρκτη νοθεία που οδήγησε σε μια καθαρή ήττα. Κι αν οι θεσμοί απέδειξαν για άλλη μια φορά τη δύναμή τους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δημοκρατίες απειλούνται όχι μόνο από κλασικά πραξικοπήματα, αλλά κι από την καθημερινή υπονόμευση των νόμων και των κανόνων.
Η γερμανίδα καγκελάριος μοιάζει λοιπόν να δικαιώνεται. Η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να στηριχθεί στα δικά της πόδια, να αποκτήσει μια «στρατηγική αυτονομία», όπως αρέσκεται να λέει ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν. Οχι σε ανταγωνισμό με τη βρετανική ή την αμερικανική δημοκρατία. Αλλά σε συνεργασία μαζί τους, για την από κοινού αντιμετώπιση των μεγάλων απειλών της εποχής: του αυταρχισμού, του λαϊκισμού, των ανισοτήτων και, φυσικά, της κλιματικής αλλαγής.