Επιτέλους, ύστερα από πέντε χρόνια ο διάλογος / διερευνητικές επαφές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ξαναρχίζει, με την πραγματοποίηση της 61ης συνάντησης από τότε που εκκίνησαν, το 2002, στις 25 Ιανουαρίου. Την Ελλάδα θα εκπροσωπεί ο καθ’ όλα ικανός πρέσβης Π. Αποστολίδης, ενώ την Τουρκία (πιθανότατα) ο διευθυντής του ΥΠΕΞ Τσ. Ερτσιγές. Ο διάλογος αυτός πρέπει να πετύχει προκειμένου στη συνέχεια να πάμε στην τυπική διαπραγμάτευση και ενδεχομένως στο συνυποσχετικό για την προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης). Για να πετύχει όμως θα πρέπει να εκπληρωθούν τουλάχιστον πέντε βασικές προϋποθέσεις.
Πρώτον, και οι δύο πλευρές θα πρέπει να παραμείνουν, στο στάδιο αυτό, στην αυστηρή λογική και νόημα του διαλόγου. Οτι δηλαδή δεν επιδίδονται σε τυπική διαπραγμάτευση αλλά σε μια διαδικασία ιχνηλάτησης προθέσεων, στόχων, ορίων και δυνατοτήτων εκατέρωθεν. Και εάν υπάρξει προσέγγιση και σύγκλιση απόψεων, τότε μπορεί να ακολουθήσει η επόμενη φάση, δηλαδή αυτή της τυπικής διαπραγμάτευσης που οδηγεί σε λύσεις. Ας μη λησμονείται ότι αυτή ακριβώς ήταν η λογική του διαλόγου / διερευνητικών επαφών όταν ξεκίνησαν το 2002 μετά τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι.
Δεύτερον, και οι δύο πλευρές θα πρέπει να επιδείξουν διάθεση ευελιξίας. Η Τουρκία ιδιαίτερα θα πρέπει να εγκαταλείψει την απόλυτη άποψη ότι θα συζητηθούν όλα τα θέματα στον διάλογο, ακόμη και αυτά που δεν εμπίπτουν στο αυστηρό πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όπως λ.χ. το ζήτημα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη και κάποια άλλα. Αλλά και η Ελλάδα με την αναγκαία ευελιξία θα πρέπει να αποδεχθεί ότι το αντικείμενο του διαλόγου δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά και μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη). Θα συζητηθεί όλο το πακέτο της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών, δηλαδή και το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης – χωρικά ύδατα. Αλλωστε, μεταξύ 2002 και 2013 η αιγιαλίτιδα ζώνη και όχι η ΑΟΖ και η υφαλοκρηπίδα ήταν το αντικείμενο του διαλόγου. Το 2013 με ελληνική πρωτοβουλία άλλαξε η agenda. Αντιλαμβάνομαι από τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι κάτι τέτοιο μάλλον γίνεται αποδεκτό, καθώς σε δηλώσεις του αποφεύγει πλέον αναφορά συγκεκριμένα σε οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Αναφέρεται σε «θαλάσσιες ζώνες» οι οποίες περιλαμβάνουν και το εύρος των χωρικών υδάτων. Αλλωστε το κορυφαίο θέμα – κλειδί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας, όσο σημαντική κι αν είναι, αλλά το εύρος των χωρικών υδάτων (βλέπε casus belli κ.λπ.), έστω κι αν από νομική άποψη συνιστά κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας. Και αναπόφευκτα μαζί με τα χωρικά ύδατα θα συζητηθεί και το εύρος του εναέριου χώρου και FIR κ.λπ. Και βεβαίως τα ζητήματα που αμέσως ή εμμέσως «ακουμπούν» στο θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας, και ο νοών νοείτω. Αλλά αυτό που προέχει είναι η εκατέρωθεν ευελιξία.
Τρίτον, θα ήταν χρήσιμο εάν οι δύο πλευρές, και πρωτίστως η Τουρκία, μπορούσαν να δεσμευθούν ευθύς με την έναρξη του διαλόγου ότι σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συγκλίσεων και τελικά κάποιων λύσεων στη διαπραγμάτευση θα προσφύγουν στη Χάγη, στη διεθνή Δικαιοσύνη. Μια τέτοια δέσμευση θα δημιουργούσε θετική προοπτική στη διαδικασία και το κατάλληλο κλίμα και ατμόσφαιρα. Επισημαίνω ότι κάτι ανάλογο ως προσέγγιση προέβλεπαν και οι ρυθμίσεις του «Ελσίνκι» (1999), από τις οποίες ξεπήδησε και ο διάλογος.
Τέταρτον, αυτονόητο είναι ότι στη διάρκεια του διαλόγου θα πρέπει να υπάρξει ένα αυστηρό moratorium αποφυγής παραβατικών πράξεων από πλευράς Τουρκίας και τοξικής ρητορικής (και λόγου) και από τις δύο πλευρές. Το «απαιτούν» άλλωστε και τα συμπεράσματα του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (10-11 Δεκεμβρίου). Αλλά και τα μέσα επικοινωνίας επιβάλλεται να δείξουν κάποια αυτοσυγκράτηση (γιατί ορισμένα είναι ικανά να… καταγγείλουν το γεγονός ότι η Τουρκία έρχεται στον διάλογο ως… νέα πρόκληση, για την οποία θα πρέπει να επιβληθούν… κυρώσεις!). Επιπλέον στην περίοδο διεξαγωγής του διαλόγου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον χειρισμό ενός φαινομενικά άσχετου θέματος – του Κυπριακού. Περικλείει τη δυνατότητα να τινάξει πολλά στον αέρα όσον αφορά τις σχέσεις των δύο χωρών. Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα μπορεί να φέρει στο τραπέζι το θέμα των σχέσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ενωσης, προβάλλοντας θέσεις που διευκολύνουν τον διάλογο και την προσέγγιση των δύο χωρών.
Πέμπτον, αντίθετα με τον πρώτο κύκλο του διαλόγου (2002-2016), πιστεύω ότι ο νέος γύρος δεν θα πρέπει να είναι open-ended. Θα πρέπει να καθοριστεί συγκεκριμένη ημερομηνία ολοκλήρωσής του (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και η επαφή μεταξύ των δύο πλευρών θα διακοπεί). Ενας διμερής διάλογος ή διαπραγμάτευση κατά κανόνα επιτυγχάνει μόνο όταν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τραβάει σε χρόνο χωρίς συνήθως απτά αποτελέσματα.
Ο διάλογος μπορεί και πρέπει να πετύχει παρά τις προφανείς δυσκολίες. Η επιχειρούμενη από την Τουρκία «επιστροφή» στην Ευρώπη προσφέρει μια πρόσθετη θετική διάσταση που ευνοεί την επιτυχία, όπως άλλωστε και η άνοδος του Τζο Μπάιντεν στην εξουσία στις ΗΠΑ.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το βιβλίο του Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης