Την πήρε ιδιαιτέρως η γιαγιά μας και της συνέστησε γλυκά – γλυκά να βάζει κάτι, ένα μπλουζάκι, ένα πουκάμισο, κάτω από την τζιν φόρμα με την οποία ερχόταν στο μαγαζί – κάναμε και οι δυο μας μεροκάματα τα καλοκαίρια στο οικογενειακό υφασματοπωλείο. «Κι εγώ υπήρξα νέα…» της είπε. «Και είχα τέτοιο σώμα που στον γάμο μου, το 1930, στον Αγιο Νικόλαο στα Πευκάκια, δεν φορούσα σουτιέν. Το δε νυφικό μου μισοδιάφανο! Τα αδέλφια μου είχαν φρίξει, ο άντρας μου όμως με καμάρωνε. Εκείνος μόνο μέτραγε, η δική μας μέρα ήταν. Μα εσύ εδώ… στη δουλειά… Δεν το καταλαβαίνεις, κοριτσάκι μου» της το είπε τελικά η γιαγιά έξω από τα δόντια «πως ο κόσμος πλέον μπαίνει στο κατάστημα όχι για να ψωνίσει κασμίρια αλλά για να κοιτάξει το στήθος σου; Κι ότι έτσι όπως σκύβεις πάνω από τον πάγκο με τα τόπια, φαίνεται ολόκληρο;». Η ξαδέλφη μου τότε αγρίεψε. «Ε και λοιπόν; Δικό μου είναι, όσο θέλω θα το δείχνω! Κλεμμένο το ‘χω;».
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ