ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ

«Δεν τσιγκουνευόταν στην ποιότητα»

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος ήταν ένας σπουδαίος υποστηρικτής και σε μεγάλο βαθμό και διαμορφωτής του ελληνικού τραγουδιού της πολιτιστικής άνοιξης της δεκαετίας του ’60. Διέθετε το αισθητήριο και τη διορατικότητα να αγκαλιάσει από τη γέννησή του το καινούργιο έντεχνο ελληνικό τραγούδι και τους δημιουργούς του. Το πρόβαλε με τον καλύτερο όπως του άρμοζε τρόπο σε δίσκους που για πρώτη φορά έφτιαχναν τα εξώφυλλα ζωγράφοι όπως ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Βαρλάμος κ.ά. Σήμερα οι δίσκοι αυτοί είναι ιστορικοί και συλλεκτικά κομμάτια. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος πίστεψε στην αναγεννησιακή δύναμη του εντέχνου τραγουδιού και στους συντελεστές του, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι κι αργότερα τον Ξαρχάκο, τον Μούτση και κυρίως πίστεψε στο πάντρεμα της μουσικής με τους μεγάλους έλληνες ποιητές τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Λειβαδίτη. Ετσι οι Ελληνες και κυρίως οι νέοι πρωτοείδαν και πρωτοάκουσαν τον  «Επιτάφιο», τα «Επιφάνεια», το  «Αξιον εστί», το «Μαουτχαουζεν» του Μίκη, το «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», τη «Μυθολογία», τον «Ματωμένο γάμο», «Της Γης το χρυσάφι» του Μάνου ήδη τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60.

Τότε κυκλοφορούσαν και δίσκοι μικροί των 45 στροφών, δυσεύρετοι σήμερα, με εξαιρετικά τραγούδια του Χατζιδάκι από θεατρικές παραστάσεις («Απόψε αυτοσχεδιάζουμε»), αργότερα του Ξαρχάκου σε στίχους Παπαδόπουλου το «Απονη ζωή» και το «Φτωχολογιά» κ.λπ. Ο κύριος Τάκης, όπως τον αποκαλούσαμε, πίστευε επίσης πολύ στους νέους ερμηνευτές τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη, την Μοσχολιού, εμένα, κι αργότερα στον Μητσιά, τη Γαλάνη. Τα πρώτα πρώτα τραγούδια που έγραψε ο Μίκης για τη φωνή μου και τα ονόμασε «κύκλος Φαραντούρη»  («Της νύχτας το μπαλκόνι», «Εκκρεμές», «Ο ίσκιος έπεφτε βαρύς» κ.λπ.) τα ηχογραφήσαμε στο ιστορικό στούντιο της Κολούμπια στη Ριζούπολη και βγήκαν σε τρία δισκάκια 45 στροφών.

Μια μέρα θυμάμαι στη Λαμπρινή, στη λαϊκή γειτονιά που εμένα με τους γονείς μου, ξαφνικά έφτασε μια πολυτελέστατη Buick με τον Τάκη Λαμπρόπουλο μέσα, ήμουν 16-17 χρόνων, με περίμενε, με έβαλε στο αυτοκίνητο και με πήρε στο ατελιέ του γνωστού ζωγράφου και χαράκτη Τάκη Βαρλάμου να μου σχεδιάσει το πορτρέτο για τον δίσκο, περίμενε και με ξαναέφερε στο σπίτι. Ηταν οι πρώτοι μου δίσκοι σπάνιοι σήμερα, τους κρατάω με συγκίνηση. Μετά ήρθε το «Μαουτχάουζεν» στην Κολούμπια, η ηχογράφηση από τον Στέλιο Γιαννακόπουλο, όλα ήταν σα μια γιορτή με τον Μίκη, την ορχήστρα του Διδίλη, Παπαδόπουλο – Καρνέζη, και παρόντες τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, τον Τάκη Λαμπρόπουλο και τον Γιώργο Μακράκη ως γενικό εποπτεύοντα παραγωγό.

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος ήταν ασφαλώς ένας επιχειρηματίας, αλλά ευαίσθητος που τον ενδιέφερε η ποιότητα, το ωραίο αποτέλεσμα. Ηταν αστός, καλοντυμένος πάντα με μια ανεπτυγμένη αισθητική για τις τέχνες και το τραγούδι. Δεν τσιγκουνευόταν μπροστά στην ποιότητα. Η σφραγίδα που έβαλε ο Τάκης Λαμπρόπουλος στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι ήταν διακριτή, σε αυτόν οφείλουμε μερίδιο της επιτυχίας στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Η αποδημία του μας στενοχώρησε και μας θύμισε μια ιδιαίτερα σημαντική εποχή του τραγουδιού μας. Ας είναι τα λίγα αυτά λόγια εις μνήμην.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ

«Ενας αριστοκράτης με κουλτούρα»

Ηταν ένας αριστοκράτης με πολιτισμό και κουλτούρα, από αυτούς που δεν υπάρχουν σήμερα. Οχι μόνο ένας άνθρωπος που εργαζόταν στην παραγωγή των δίσκων. Πριν βγει ένα άλμπουμ είχε στενή επαφή με τους δημιουργούς. Καταρχάς ήταν πάρα πολύ φίλος του Νίκου Γκάτσου με τον οποίο τρώγανε μαζί τα μεσημέρια στον Φλόκα. Ηταν φίλος με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη. Γνώριζε ποιο είναι το ιδανικό τραγούδι για την κάθε φωνή και μπορούσε να την επιβάλει. Ηταν πολύ σημαντικό αυτό. Τον ενδιέφεραν οι ποιοτικοί στίχοι. Την προσωπικότητα του τη διαπερνούσε η υψηλή αισθητική και η βαθιά γνώση. Τα αναφέρω ως στοιχεία τα οποία του έδιναν τη δυνατότητα να μπορεί να προτείνει και να επιβάλλει κατά κάποιο τρόπο έναν τραγουδιστή. Να θυμηθούμε την περίπτωση του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Τον αναζητούσε το 1958 στα καφενεία του Αιγάλεω μαζί με τον σπουδαίο παράγωγό του τον Γιώργο Μακράκη για να του προτείνει να πει τον «Επιτάφιο».

Ο Τάκης Λαμπρόπουλος ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μπροστά, κοιτούσε το μέλλον. Θυμάμαι ότι όταν ξεκινούσα το 1969, μετά από ένα δοκιμαστικό μου έκανε συμβόλαιο και πολλά νυχτερινά μαγαζιά μου πρότειναν συνεργασία. Ο Λαμπρόπουλος με απέτρεψε και μου πρότεινε να πάω σε μπουάτ στην Πλάκα. Είχε λόγο και άποψη για τις ηχογραφήσεις και δεν έλειπε ποτέ από το στούντιο. Διαμόρφωσε τον ήχο της Columbia ο οποίος ήταν μοναδικός. Στους δίσκους έπαιζαν σπουδαίοι μουσικοί με συμβόλαια αποκλειστικά. Παρήγαγε και ανέδειξε το έντεχνο τραγούδι. Ο Παπαδόπουλος για παράδειγμα και ο Καρνέζης δεν έπαιζαν σε άλλες εταιρείες.