Εδώ και μερικές μέρες βρισκόμαστε όλοι εν μέσω ενός καταιγισμού διαρροών για τα επιπρόσθετα μέτρα που πρέπει να ληφθούν προκειμένου να αποφευχθεί το τρίτο κύμα, το οποίο οι επιστήμονες προειδοποιούν πως βρίσκεται προ των πυλών. Και παρακολουθούμε στα τηλεοπτικά παράθυρα ειδικούς να αναλύουν ποια από αυτά είναι πάνω στο τραπέζι, ποια θα μπορούσαν να ληφθούν, και ποια δύσκολα θα εφαρμοστούν εξαιτίας αντικειμενικών συνθηκών ή της κόπωσης της κοινής γνώμης.

Οι αποφάσεις θα ανακοινωθούν σήμερα. Οι λεπτομέρειες για τα υπέρ και τα κατά κάθε περιορισμού – είτε μιλάμε για τις επιπτώσεις του στην οικονομία που ήδη στενάζει, είτε για όσα θα προκαλέσει στην ψυχολογία μικρών και μεγάλων – έχουν συζητηθεί εκτενώς δημόσια, κι όλες οι πλευρές έχουν επιχειρηματολογήσει.

Από αυτή την κουβέντα – αλλά κι από τη μέχρι τώρα εμπειρία της ζωής με τον κορωνοϊό – έχει προκύψει ένα εξαιρετικά σημαντικό συμπέρασμα: η επιτυχία στην αναχαίτιση της πανδημίας και η διάσωση της πραγματικής οικονομίας – μας αρέσει ή όχι – εναπόκειται κυρίως σε εμάς τους πολίτες τελικά. Γιατί όσο σκληρούς περιορισμούς κι αν ζητούν οι λοιμωξιολόγοι, όσο αυστηρά μέτρα κι αν επιβάλλει η κυβέρνηση, η απόδοσή τους είναι ευθέως ανάλογη του βαθμού συμμόρφωσης που εμείς δείχνουμε.

Η πολιτεία δεν έχει τους πόρους ώστε να διαθέτει έναν αστυνομικό για την επιτήρηση του κάθε πολίτη ξεχωριστά – εξάλλου κανείς δεν θα ήθελε κάτι τέτοιο, αφού παραπέμπει σε δυστοπικές πολιτικές καταστάσεις.

Η φράση που μονοπωλούσε τα δύο προηγούμενα κύματα, η ατομική ευθύνη, έχει ξεχαστεί ενόψει της πιθανότητας ενός επερχόμενου. Ενδεχομένως έχει λοιδορηθεί κι από πολλούς στο κομματικό σύστημα για ίδιον αντιπολιτευτικό όφελος. Ωστόσο, η επίκλησή της είναι ουσιαστικά επίκληση στην κοινωνική μας συνείδηση.