Στις 30 Αυγούστου 1936 ο Λούις Κρονενμπέργκερ, κριτικός λογοτεχνίας των «New York Times», αξιολογώντας τις «Εκατό μέρες» του Γιόζεφ Ροτ, που είχαν μεταφραστεί πριν από μερικούς μήνες στα αγγλικά, καταλήγει στην εξής αποτίμηση: «Αυτό είναι ένα βιβλίο ονείρων, ήρεμης φαντασίας, άσβεστων συγκινήσεων, όπου δύο ζωές, του Κορσικανού Ναπολέοντα και μιας κορσικανικής πλύστρας στο αυτοκρατορικό παλάτι, διασταυρώνονται. Πέρα από τα πραγματικά προτερήματά του, νιώθει κανείς κάποια καλοσύνη για τον συγγραφέα, που άφησε την καρδιά του να προδώσει το πνεύμα του… είναι η ίδια η προσωπικότητα του κυρίου Ροτ που ορίζει την ιδιοσυγκρασία αυτού του βιβλίου». Αυτή η διατύπωση ολοκληρώνει μια εμμέσως αρνητική άποψη για το συγκεκριμένο έργο, έκφραση απορίας μάλλον, βλέποντας τον Ροτ να μετατοπίζει τον συγγραφικό – αμέσως ή εμμέσως αυτοβιογραφικό του – άξονα από την ιστορία του κέντρου και της περιφέρειας της πολυδιάστατης ύστερης Αυτοκρατορίας των Αψβούργων στο Παρίσι της τελευταίας φάσης της ναποπολεόντειας περιόδου, σε εκείνες τις 100 μέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της επανόδου του Ναπολέοντα στη Γαλλία την 1η Μαρτίου 1815 από την εξορία του στη νήσο Ελβα και της ήττας του στο Βατερλώ στις 18 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Ωστόσο, η επισήμανση ότι η προσωπικότητα του Ροτ ορίζει την ιδιοσυγκρασία του βιβλίου είναι εύστοχη και καίρια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ