Η αντιπολίτευση είδε στην είδηση ενός τρίτου λοκντάουν – πριν καν εκείνο ανακοινωθεί επίσημα – μια ακόμη παλινωδία της κυβέρνησης. Είναι μια εύκολη αντιπολιτευτική γραμμή αυτή. Ενδεχομένως γίνεται κι ευκολότερη από τα πισωγυρίσματα στα περιοριστικά μέτρα των τελευταίων ημερών. Ωστόσο, είναι κοντόφθαλμη. Γιατί παραβλέπει τους πιο κρίσιμους παράγοντες: την έκρηξη των κρουσμάτων – ειδικά στην πρωτεύουσα όπου βρίσκεται συγκεντρωμένος ο μισός πληθυσμός της χώρας -, τη συνεχή αύξηση του αριθμού εκείνων που χρειάζονται ένα κρεβάτι σε ΜΕΘ, και τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για την πιθανότητα ενός τρίτου κύματος πιο καταστροφικού από τα δύο προηγούμενα εξαιτίας των μεταλλάξεων.
Αγνοεί, για να το θέσουμε αλλιώς, τη δυναμική ενός ιού που μήνες τώρα κατορθώνει να φέρνει τις περισσότερες χώρες του πλανήτη μπροστά στο χειρότερο δυνατό σενάριο. Και ηθελημένα αποσιωπά τα διλήμματα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωπες όλες οι κυβερνήσεις – της ελληνικής μη εξαιρουμένης. Τα διλήμματα μεταξύ οικονομίας και δημόσιας υγείας, μεταξύ μιας σκληρής καραντίνας κι ενός μοντέλου μερικής λειτουργίας της καθημερινότητας.
Το νέο λοκντάουν είναι κάτι που κανείς από τους κυβερνώντες ή τους πολίτες δεν ήθελε. Μπορεί όμως να ιδωθεί σαν την τελευταία μας έφοδό ενάντια στον κορωνοϊό. Παρότι εισερχόμαστε όλοι σε αυτό εξαντλημένοι – οικονομικά και ψυχολογικά -, ταυτόχρονα μπαίνουμε πιο έμπειροι απ’ ό,τι ήμασταν στο πρώτο. Ξέρουμε, για παράδειγμα, πως είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος να αναχαιτιστεί η πανδημία. Εχουμε επίσης ένα πολεμοφόδιο που σχεδόν έναν χρόνο πριν δεν φανταζόμασταν καν, τα εμβόλια. Ο πόλεμος αποδεικνύεται μακρύς, αλλά πλέον το τέλος του – δεν μπορεί – φαίνεται να είναι πιο κοντά.