Γεννήθηκε το 1978 στο Βίσεγκραντ της σερβικής περιοχής της Βοσνίας, όπου και τοποθετείται το «Γεφύρι του Δρίνου», περίφημο έργο του Ιβο Αντριτς που του απέφερε άλλωστε το Βραβείο Νομπέλ του 1961 (εκδ. Καστανιώτη). Στα 14 του, στην κορύφωση δηλαδή των ενδογιουγκοσλαβικών συρράξεων, η οικογένεια του Σάσα Στάνισιτς έγινε δεκτή στη Γερμανία. Στην ειδυλλιακή φοιτητούπολη της Χαϊδελβέργης, χτισμένη ως γνωστόν στις όχθες του Ρήνου, ο Στάνισιτς προσαρμόστηκε σε χρόνο μηδέν: έμαθε γρήγορα τη γλώσσα, απορρόφησε με την ορμή της εφηβείας την κλασική και σύγχρονη γερμανόφωνη παιδεία, έγινε δεκτός χωρίς πολλές επιφυλάξεις από τον περίγυρό του, τα έφτιαξε με μια γερμανιδούλα συμμαθήτρια. Καθόλου άσχημα για αρχή. Η οικογένειά του δυσκολεύτηκε κάπως παραπάνω και ειδικά οι γονείς που έκαναν δουλειές υποδεέστερες από αυτές που λογικά θα εξασφάλιζε η παιδεία τους σε έναν ιδεατό κόσμο. Η μητέρα του έγινε υπάλληλος σε μαζικό πλυντήριο και όχι πολιτική επιστήμων (βλ. πτυχίο στον Μαρξισμό – Λενινισμό, όπως εκείνα τα χρόνια στην εκείθεν μεριά του «Παραπετάσματος»). Ο οικονομολόγος/λογιστής πατέρας βρήκε απασχόληση ως οικοδόμος και τα συναφή, όπως τόσοι και τόσοι πρώην Ανατολικοί – ιστορία γνωστή και στα καθ’ ημάς με Πολωνούς αρχικά, και κυρίως Αλβανούς στη συνέχεια. Κάποια ώρα οι γονείς δεν μπορούν να ανανεώσουν την παραμονή τους στη χώρα, αλλά τους δέχεται ασμένως η Αμερική – ανοιχτή τότε σε Βόσνιους, Κοσοβάρους και εν γένει εθνότητες αντιτιθέμενες στη σερβική πρωτοκαθεδρία στα Βαλκάνια. Αργότερα θα επιστρέψουν πάντως.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ