Στη ραψωδία θ’ της «Οδύσσειας» ο πρωταγωνιστής έχει μόλις παραγγείλει στον Δημόδοκο να τραγουδήσει για τον Δούρειο Ιππο. Οι συνδαιτημόνες στο παλάτι του Αλκίνοου έχουν συγκεντρωθεί για το βραδινό γεύμα, κόβουν κομμάτια κρέας, κορώνουν με φαγητό και κρασί. Σε λίγο ο Οδυσσέας θα τους αποκαλύψει την ταυτότητά του, καθώς ξαναβρίσκει τον εαυτό του μέσα στους αθλητικούς αγώνες και την ανθρώπινη συναναστροφή. Ακούγοντας τον τυφλό αοιδό «έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του» (μτφ. Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη). Αλλά είναι σ’ αυτό το σημείο του έπους που ο ποιητής ενσωματώνει μια σπάνια εικόνα: «Πώς μια γυναίκα μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του, που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του… κι εκείνη, όπως τον βλέπει τώρα να σπαρταρά και να τελειώνει, γύρω του σωριασμένη, σπαράζει από το κλάμα· ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους πισωχτυπούν αλύπητα στην πλάτη και στους ώμους, τη σέρνουν να την πάρουν σκλάβα τους, για να βουλιάξει στης δυστυχίας τον πόνο. Πώς το πικρότατό της πάθος μαραίνει πρόσωπο και παρειές, έτσι κι ο Oδυσσέας θρηνώντας έχυνε τότε το πικρό του δάκρυ». Ο θρήνος του Οδυσσέα, του «πολύτροπου» και «θεϊκού», παρομοιάζεται με τον θρήνο μιας γυναίκας – και μάλιστα ξένης. Σκλάβας. Ηττημένης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ